Ψύλλοι στ’ άχυρα.

Εκεί στον Πόρο που είναι το Κέντρο νεοσυλλέκτων, μετά από κάποιο ορισμένο αριθμό ημερών εκπαίδευσης, υπάρχει μια μέρα επισκεπτηρίου, μπορεί και δύο, πριν την ορκωμοσία των ναυτών.
Καταφθάνουν λοιπόν γονείς, αδέλφια, ξαδέλφια, φίλοι, κοπέλες, ενίοτε και όλοι αυτοί μαζί για να δουν τον ίδιο ναύτη.
Τον αναγνωρίζουν αμέσως, ανάμεσα σε εκατοντάδες ομοιόμορφα κουρεμένους, ξυρισμένους ή διακριτικά γενειοφόρους ναύτες, (όπως ο πιγκουίνος τον σύντροφό του ανάμεσα στις χιλιάδες όμοιους πιγκουίνους , στο σχετικό έργο).
Τον αγκαλιάζουν, τον φιλάνε, τον κοιτάζουν με προσοχή, με λαχτάρα, με αγάπη. Του φέρνουν ό, τι έχει ζητήσει.Έξτρα ρούχα και μικροπράγματα, που θα «μαλακώσουν» λίγο τη νέα κατάσταση και τον βομβαρδίζουν συνέχεια με ερωτήσεις για κάθε πτυχή της νέας του εμπειρίας.
Αυτός πάλι έχει ένα ύφος που λέει: «Με λένε Πέτρο, Κώστα, Νίκο, Τάσο κλπ και είμαι καλά!»
Δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος, αυτός που έφυγε πριν από 20 ή 35 ημέρες.
Ακόμα και η πιο ελαφριά εκδοχή εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την απομόνωση από ό, τι του έδινε ασφάλεια ως χθες και τη στέρηση της ελευθερίας για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του, τον έχουν αλλάξει.
Το βλέπεις στο βλέμμα του, στο ύφος του.
Προσπαθεί να κρατηθεί εκεί που ήταν χθες, μόνος του στο στρατόπεδο, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όταν έλειπαν όλοι, και να μην μετακυλήσει στην ασφάλεια, τη θαλπωρή και την τρυφερότητα που έφεραν μαζί τους οι δικοί του άνθρωποι.
Από την άλλη πάλι, έχει ανάγκη να αφεθεί σε όλα αυτά, που του θυμίζουν ποιος είναι, πόσο τον αγαπούν, πόσο τον υπολογίζουν και πόσο σημαντικός είναι γι αυτούς, ώστε να συνεχίσει να αντέχει/υπομένει/αντιμετωπίζει/ξεπερνάει ανώδυνα/ τις διάφορες συμπεριφορές/φωνές/αυθαιρεσίες/παράλογες αποφάσεις/τιμωρίες/εξαντλητικές βάρδιες/ισοπέδωση κλπ., που θα συνεχίσουν να του συμβαίνουν μέχρι να τελειώσει αυτό το υπέροχο διάστημα της ζωής του που λέγεται στρατιωτική θητεία ή επί το πατριωτικό-τερο «υπηρετώ την πατρίδα».
Αυτό που σου κάνει εντύπωση είναι το γεγονός ότι οι υπόλοιπες εμπειρίες που έχει προηγουμένως , (ταξίδια, σπουδές, σχέσεις, διακοπές, δουλειές), είναι σαν να έχουν μπει σε βαθειά κατάψυξη και δεν παίζουν κανένα ρόλο σε αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα, που είναι το μετέωρο βλέμμα του μη πολίτη, του μη ελεύθερου.

Όταν λοιπόν τελειώσουν οι αγκαλιές και οι συγκινήσεις, όλοι μαζί, ναύτες και επισκέπτες, περπατούν στην παραλία.
Το χειμώνα το νησί δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα του καλοκαιριού. Αέρας κρύος φυσάει δυνατά, ο ντόπιος κόσμος είναι στα σπίτια του (Κυριακή μεσημέρι σχεδόν) και η μόνη ζωή που υπάρχει, είναι από αυτό το πλήθος που πηγαινοέρχεται μέχρι να καθίσει σε κάποιο από τα τρία τέσσερα μαγαζιά που είναι ανοιχτά, επειδή ξέρουν για το επισκεπτήριο των ναυτών και περιμένουν προετοιμασμένα, αυτούς ακριβώς τους πελάτες.
Εκείνη την ώρα λοιπόν, βλέπεις κάτι ναύτες που περιφέρονται μόνοι τους στην παραλία.
Κάποιοι δεν είναι καν σε παρέες με άλλους ναύτες, είναι ένας, ένας.
Συνήθως κάθονται σε κάποιο παγκάκι και δείχνουν ότι είναι απασχολημένοι με το κινητό τους.
Δεν μιλάνε. Απλώς κάτι κοιτάζουν.
Τι; Πιθανότατα τίποτα.
Απλώς σκοτώνουν την ώρα τους.
Αν περάσεις μετά από λίγο είναι ακόμα εκεί. Ακόμα κοιτάζουν το κινητό τους.Δεν σε κοιτάζουν ποτέ. Δεν θέλουν να τους δεις καθόλου. Μπορεί να περάσουν δύο ώρες, να έχεις φάει και να πηγαίνεις για κάποια βόλτα ή για καφέ κι αυτοί εκεί, να τριγυρνούν στην ανεμοδαρμένη και κρύα παραλία.
Στα μαγαζιά δεν μπαίνουν για φαγητό, ούτε καν τραπέζι δεν υπάρχει γι αυτούς έτσι μόνοι που είναι. Τρώνε κάτι πρόχειρο στο χέρι, συνήθως σουβλάκια και περιμένουν να περάσει η ώρα του επισκεπτηρίου για να γυρίσουν στη μόνη «θαλπωρή» που έχουν. Στο στρατόπεδο. (Η έξοδος είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ, οι πόρτες κλειστές και η επιστροφή ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ πριν την ορισθείσα ώρα).
Τα παιδιά αυτά δεν έχουν επισκεπτήριο. Οι γονείς τους και οι δικοί τους μπορεί να είναι στη Χίο ή στη Θεσσαλονίκη ή στην Θράκη και είναι μάλλον αδύνατο να διασχίσουν την Ελλάδα για να τους δουν 5-6 ώρες.
Ποιος ξέρει μπορεί να το θεωρούν περιττό, στο κάτω κάτω, πήγαν σε ένα στρατό που είναι κολέγιο πια(!) σε σχέση με τη δική τους εμπειρία. «Άσ τους να σκληραγωγηθούν, να γίνουν άντρες!»
Αλήθεια αυτή είναι η συνταγή για τους άντρες;
Άλλοι πάλι, οι περισσότεροι φαντάζομαι, θα ήθελαν αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο δαπανηρή επίσκεψη. (Εισιτήρια, αγορές πραγμάτων, φαγητά, καφέδες κλπ.)
Οι οικονομικές δυσκολίες έχουν διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων και δημιουργούν συνεχώς εκατομμύρια μικρές και μεγάλες συνέπειες και δεν σταματούν σε αυτές που γίνονται πρώτη είδηση στα κανάλια.
Υπάρχουν βέβαια και οι έμποροι γύρω από τους στρατευμένους, όπως παντού.
Αυτοί που ανεξαρτήτως οικονομικής/κοινωνικής/πολιτικής κατάστασης, δεν χάνουν την ευκαιρία να εμπορευτούν τη γέννησή μας, την αρρώστια μας, τη χαρά μας, τη λύπη μας, το θάνατό μας και τη μοναξιά μας βέβαια. Αυτοί , όταν πρόκειται για επισκεπτήριο, θα κουβαλήσουν μια καραβιά κοπέλες συνήθως αλλοδαπές και έτσι ανακατεύονται κι αυτοί στον κόσμο της μοναξιάς των ναυτών, επιδιώκοντας το χρήμα που είναι το μόνο που τους αφορά.
Η Χαρούλα Αλεξίου τον «τραγούδησε» τον φαντάρο, εδώ και πολλά χρόνια και μίλησε για τη μοναξιά του και τον κάλεσε στην παρέα της .
Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά στη ζωή , διότι ο μοναχικός ναύτης/φαντάρος, δεν είναι ένας ή δυο, για να τον καλέσεις και να τον κεράσεις και οι σχέσεις και οι αντιδράσεις επίσης, δεν είναι στην πραγματικότητα όπως εύκολα και απλά περιγράφονται σε ένα λαϊκό τραγούδι.
Και έτσι έρχεται μια στιγμή που νοιώθεις άβολα, που είσαι εκεί και υπογραμμίζεις με την παρουσία σου τόσο πολύ την απουσία των άλλων.
Και για άλλη μια φορά γυρίζεις στο αγαπημένο σου θέμα.
Τι είναι πολιτικό και τι όχι.
Τι είναι ιδιωτική πρωτοβουλία και τι κοινωνικό κράτος.
Τι ρόλο παίζει η τοπική αυτοδιοίκηση σε όλα αυτά.
Και γιατί ο κάθε Δήμαρχος για να επανεκλεγεί θα πρέπει να μην πηγαίνει κόντρα στους καταστηματάρχες και στο κέρδος τους .
Και πόσο κόντρα θα πήγαινε ο κάθε Δήμαρχος που έχει στην πόλη του κέντρο νεοσυλλέκτων στην τελική, αν έφτιαχνε ένα χώρο πολλαπλών χρήσεων ,που θα είχε, μερικούς καναπέδες και τραπεζάκια, πέντε έξι υπολογιστές, λίγο μουσική, ένα δημοτικό ,προσιτό σε τιμές κυλικείο, μέρος για να φορτίσεις το τηλέφωνό σου, θέρμανση και πέντε πραγματάκια σε πάμφθηνες τιμές, όπως μάλλινες κάλτσες, λίγα εσώρουχα λίγα προσωπικά απαραίτητα είδη και δυο, τρία άλλα που δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα;
Μήπως θα σταματούσαν να πηγαίνουν οι γονείς και οι φίλοι όσων δύνανται και επιθυμούν;
Μήπως δεν θα πήγαιναν στα ανοιχτά μαγαζιά για φαγητό και καφέ όσοι έχουν την δυνατότητα;
Τίποτα από όλα αυτά. Απλώς οι φαντάροι και οι οικογένειές τους δεν ψηφίζουν σε αυτές τις πόλεις.
Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα όφελος/κέρδος για τη δημοτική αρχή, για μια τέτοια κίνηση.
Επιπλέον κανείς, «αρμόδιος;» «υπεύθυνος;», «λαικός άρχων;» δεν ξέρω πώς να τον ονομάσω, δεν σκέφτεται,ούτε βλέπει καν, κάποιους στρατευμένους που τριγυρίζουν στο επισκεπτήριο, χωρίς επισκεπτήριο, εδώ κι εκεί.Γιατί δεν έχουν «εκπαιδευτεί» να βλέπουν,τις ανάγκες των ανθρώπων. Αδιαφορούν.Δεν έχουν εκλεγεί για να καλύπτουν ανάγκες,καριέρα κάνουν.
Φεύγοντας και αποχαιρετώντας το ναύτη σου,εσύ ο απλός γονιός, βλέπεις μια σειρά από σκούρες στολές να περιμένουν πριν την ώρα τους έξω από την πύλη, να ανοίξει ο σκοπός και να μπουν μέσα…
Είναι κάτι παιδιά που όπως τα σπουργίτια, έκαναν μια βόλτα στην ελευθερία και επέστρεψαν.

Το κόκκινο μήνυμα. Διήγημα. γ΄μέρος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5.

Ο Γιάννης ξύπνησε νωρίς όπως τις μέρες που πηγαίνει στη δουλειά,αν και ήταν Σάββατο, αλλά η Δάφνη είναι ήδη ξύπνια.Φοράει το μπουφάν της πάνω απ΄τις πιζάμες και κάθεται όρθια με την πλάτη κολλημένη στο καλοριφέρ στο σαλόνι που έχει αρχίσει να ζεσταίνεται.
-Κρυώνεις;
-Ναι.
– Έλα εδώ,γιατί σηκώθηκες πρωί-πρωί; Κάτσε στα ζεστά, μη νοιώθεις άσχημα. Έτσι κι αλλιώς ξύπνησα, θα φτιάξω πρωινό.
Η Δάφνη ήρθε σιγά-σιγά και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού σφιγμένη πάντα στο μπουφάν της.
Πέρασαν λίγα λεπτά χωρίς να μιλάνε. Το δωμάτιο ζεστάθηκε και ο Γιάννης σηκώθηκε.
-Πάμε στην κουζίνα, έχεις συγκεκριμένο διαιτολόγιο;
-Όχι.
Ο Γιάννης κινείται άνετα σαν να ζούνε μαζί από καιρό ή σαν να είναι με κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο. Η Δάφνη κάθεται σε μια καρέκλα και κοιτάζει τριγύρω.
-Αν θέλεις κάνε μια βόλτα στο σπίτι να δεις τα διάφορα… Δεν είσαι περίεργη;
-Τι σημασία έχει; Τι να δω;
-Δεν ξέρεις ποτέ…
-Σταμάτα να φέρεσαι σαν να μην τρέχει τίποτα,με νευριάζεις!
-Ποιος είπε ότι δεν τρέχει τίποτα; Νοιώθω μεγάλη αμηχανία! Σου φαίνομαι τύπος που ψαρεύει μια γυναίκα στο δρόμο και την παίρνει σπίτι του, υπό κανονικές συνθήκες;
-Όχι.
-Σε λίγο θα νοιώσεις καλύτερα. Η νηστεία φέρνει υπογλυκαιμία και άσχημη διάθεση.
-Δεν μπορώ να φάω τίποτα.
Ο Γιάννης την κοίταξε και άρχισε να της μιλάει σοβαρά και ουδέτερα, προσπαθώντας να μη την ταράξει:
-Δάφνη, είναι άσχημο, είναι άδικο,είναι δύσκολο,όμως αυτή είναι η πραγματικότητα αυτή τη στιγμή.
Άλλοι άνθρωποι πεθαίνουν σε ένα άδικο, παράλογο ατύχημα,ένα πρωί που φεύγουν απ’ το σπίτι τους και δεν γυρίζουν ποτέ,χωρίς ποτέ να φαντάζονται κάτι τέτοιο… Δεν έχουν καν την ευκαιρία να το διαπραγματευτούν…
Εσύ τουλάχιστον μπορείς να παλέψεις,μπορείς να πιστέψεις ότι θα το νικήσεις,υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που τα κατάφεραν,μην παραδοθείς,γίνεται πια και το νικούν τόσοι και τόσοι,θέλεις ενθάρρυνση και βοήθεια και στήριξη.
Θέλεις να σε βοηθήσω εγώ να το παλέψεις; Πρέπει όμως να θέλεις να ζήσεις,να πιστέψεις πως αξίζει τον κόπο,να αγωνιστείς… Δεν γίνεται να το θέλει ο γιατρός, ή εγώ πιο πολύ από σένα! Δεν πιάνει τότε.
-Εσύ γιατί να το θέλεις;Τι σημασία μπορεί να έχει για σένα;
Ε; Με ήξερες κι εχτές ή θα με ξέρεις και αύριο; Τι σε νοιάζει αν πεθάνω; Τι σε νοιάζει αν ζήσω;
-Σε ξέρω μιάμιση βδομάδα κι είναι σαν να σε ξέρω πολύ καιρό… και θέλω να σε μάθω… και αύριο και μεθαύριο και μετά από πολλά χρόνια!
Η Δάφνη σφίχτηκε στο μπουφάν της.
-Κρυώνεις;
-Ναι..
-Δεν σε ξέρω, όταν συμβαίνει κάτι που σχετίζεται με την αρρώστια θέλω να μου το λες, ίσως πρέπει να κάνουμε κάτι. Γιατί κρυώνεις;
-Αυτά που λες με κάνουν και ανατριχιάζω δεν είναι απ’ την αρρώστια.
-Γιατί;
– Με αναγκάζεις να κοιτάζω το φως κατάματα και με τυφλώνει, με ζαλίζει… δεν έχω μάθει να ζω έτσι, με ενοχλούν όλα αυτά…
Ο Γιάννης σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Άρχισε να βγάζει σκεύη και υλικά από τα ντουλάπια και το ψυγείο και να ετοιμάζει πρωινό.
Η Δάφνη στην αρχή κάθισε απόμακρα.Άκουγε τους θορύβους στην κουζίνα και μύριζε τη μυρωδιά του ζεστού καφέ και του φρυγανισμένου ψωμιού, χωρίς να σκέφτεται και χωρίς να κάνει κάτι. Καθόταν ακίνητη στην άκρη του κρεβατιού χωρίς να έχει στο μυαλό της την επόμενή της κίνηση.
Οι θόρυβοι σταμάτησαν και ο Γιάννης εμφανίστηκε στην πόρτα.
-Πρωινό !Ανήγγειλε.
– Έλα, και όταν την είδε διστακτική και αβέβαιη, πήγε κοντά της και προσπάθησε να την οδηγήσει στην κουζίνα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.

Ξαφνικά ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε και άλλαξε εντελώς την ήρεμη ατμόσφαιρα.
-Φεύγω.Έχω καρκίνο! Καταλαβαίνεις; Δεν είναι παιχνίδι.Πεθαίνω να πάρει ο διάβολος !Π Ε Θ Α Ι Ν Ω Ω Ω. Έχω καρκίνο και πεθαίνω! Κι εσύ παίζεις! Τι νομίζεις ότι κάνεις; Παίζουμε το ζευγάρι;
Η Δάφνη ούρλιαζε.Ήταν εκτός εαυτού και ενώ φώναζε, πήγε στο σαλόνι πήρε το βαλιτσάκι της,άνοιξε την πόρτα και βγήκε από το διαμέρισμα.
Ο Γιάννης δεν κουνήθηκε.
Είχε δίκιο.
Πράγματι ήταν παράλογο. Δεν χωρούσε στη λογική της. Σε ποιανού τη λογική εξ άλλου θα χωρούσε;
Ποιος μπορεί να συμπαρασταθεί,να βοηθήσει,να συν- αισθανθεί κάποιον που δεν είναι συγγενής του, σύντροφός του, φίλος του ή έστω απλά γνωστός του;
Σήμερα; Στη σημερινή εποχή; Και χωρίς να έχει κανένα συμφέρον, κανένα όφελος, καμία άμεση ή έστω έμμεση απολαβή;
Παράλογο.
Αδιανόητο.
Ύποπτο!

Ακόμα και η μάνα του δεν θα ήταν ανεκτική όπως τότε με τα γατάκια.
-«Πού πας να μπλέξεις παιδάκι μου;» – Θα του έλεγε. Ο κάθε άνθρωπος έχει τους δικούς του ανθρώπους να τον συντρέξουνε, κοίτα να φτιάξεις τη ζωή σου και μακριά από σένα τέτοια βάσανα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7.

Έχουν περάσει τρεις μέρες.
Τώρα η Δάφνη θα έχει χειρουργηθεί,όλα θα έχουν τελειώσει. Θα είναι άραγε πιο ήρεμη; Θα είναι πιο αποφασισμένη να το παλέψει; Θα έχει κάποιο φίλο ή συγγενή ή θα πορεύεται μόνη της;
Στο τηλέφωνο του νοσοκομείου του απήντησαν: «Δεν δίνουμε πληροφορίες από το τηλέφωνο»
Όταν έφθασε στο νοσοκομείο με την πολύχρωμη ανθοδέσμη του την άλλη μέρα, τον ρώτησαν στην είσοδο αν είναι συγγενής και ποιος είναι, κι όταν εκείνος ανυποψίαστος απάντησε:
«Φίλος της είμαι», η υπάλληλος στην ρεσεψιόν κοιτώντας σε μια οθόνη, δεν βρήκε το όνομά του και του δήλωσε τυπικά και ανέκφραστα ότι κατόπιν επιθυμίας της ασθενούς
«Μόνο στενοί συγγενείς μπορούν να την επισκεφτούν».

Ο Γιάννης γύρισε στο γραφείο του και ως αργά το βράδυ δούλεψε εντατικά. Το κινητό του ήταν επάνω στο γραφείο. Κάθε τόσο χτυπούσε. Τηλέφωνα υπηρεσιακά και προσωπικά.
Η Δάφνη όμως, όχι, δεν πήρε.

Όταν έφυγε από το κτίριο της εταιρείας, η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ. Ο φύλακας τον χαιρέτησε στην πόρτα και κλείδωσε πίσω του.
Οδηγούσε αφηρημένος και σκεφτόταν: «Οι άνθρωποι…, ο καθένας είναι τόσο διαφορετικός, τόσο ιδιόρρυθμος, τόσο απόλυτα άλλος… και τόσο μόνος… πόσο πιο εύκολο έχει γίνει να είσαι μόνος …
…Ούτε μπορείς να δρομολογήσεις, τις σχέσεις σου με τους ανθρώπους, όπως στη δουλειά σου που εσύ ελέγχεις σε μεγάλο βαθμό τους παράγοντες που επηρεάζουν το αποτέλεσμα…»

Άλλες κουρασμένες σκέψεις και νυχτερινές φιλοσοφίες, έρχονται στο μυαλό του, χωρίς να προσφέρουν τίποτα, οδηγεί και πελαγοδρομεί.
Ξάφνου, με την άκρη του ματιού του πιάνει μια κίνηση στο απέναντι πεζοδρόμιο.
Πριν το ερέθισμα κάνει τη διαδρομή ως τον εγκέφαλο,
πριν καν η αντίληψη μορφοποιήσει τη σκέψη στο μυαλό, κανείς δεν ξέρει… πώς;
Ποια παλιά μνήμη; Ποια αυθόρμητη κίνηση; Ποια αυτοματοποιημένη αντίδραση;
Πώς; Πώς δουλεύει επιτέλους αυτό το μοναδικό μυαλό μας;

Έκανε απότομα μια γρήγορη αναστροφή, παράνομα και επικίνδυνα, βρέθηκε στο αντίθετο ρεύμα και φρέναρε στο πεζοδρόμιο.
Οι νεαροί άρχισαν να τρέχουν προς τα στενά, φωνάζοντας κάτι ακατάληπτα μεταξύ τους. Φώναξε με δύναμη προς το μέρος τους κι ευτυχώς, η έρημη λεωφόρος, βοήθησε τη φωνή του να ακουστεί:
«Για παραγγελιά σάς θέλω, μη φεύγετε!» στάθηκε ακίνητος και κοίταζε προς το μέρος τους.
Ο τελευταίος, που καθυστέρησε περισσότερο στο δημιούργημά του απ τους άλλους και δεν είχε χαθεί στο σκοτεινό στενό, του φώναξε: «Τι θέλεις;»
«Δυό λέξεις στον τοίχο με σπρέι. Πληρώνω γι αυτό» Απάντησε ο Γιάννης.
Ο νεαρός σφύριξε δυνατά και άλλοι τρεις εμφανίστηκαν προσεκτικά από το σκοτεινό στενό. Προχώρησαν όλοι σιγά σιγά προς το μέρος του, ο Γιάννης περίμενε ακίνητος.
Τους κοιτούσε καθώς πλησίαζαν. Φαίνονταν δεκαέξι δεκαεφτά χρονών, όχι μεγαλύτεροι, είχαν μακριά μαλλιά και στα χέρια κρατούσαν δυο σακούλες μεγάλες με υλικά.
Όταν έφτασαν κοντά του, τον κοίταξαν από πάνω μέχρι κάτω και ο νεαρός που του είχε μιλήσει νωρίτερα και μάλλον ήταν αυτός που είχε το γενικό πρόσταγμα προχώρησε, έφτασε δίπλα του και είπε:
-Τι ρόλο παίζεις;
-Θέλω ένα κείμενο, μάλλον ένα μήνυμα, να γράψετε για μένα σε ένα τοίχο, θα σας πληρώσω, γίνεται;
-Τι θες να λέει; Ρώτησε ο νεαρός ξερά και απότομα.
«ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΟΥ
ΕΣΥ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙΣ.
ΠΑΡΕ ΜΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΠΕΡΙΜΕΝΩ»
Σε ένα τοίχο απέναντι στο ΑΙΓΛΗ το θεραπευτήριο, με κόκκινο χτυπητό σπρέι, και να ζωγραφίσεις ένα πράσινο φύλλο δάφνης, γίνεται;
Ο νεαρός έμεινε ακίνητος και άφωνος να τον κοιτάζει σαν να έβλεπε έναν εξωγήινο που μόλις προσγειώθηκε και κατεβαίνει από το φωτεινό και τεράστιο ιπτάμενο δίσκο του.
-Τριακόσια ευρώ, τι λες; Επέμεινε ο Γιάννης.
Ο νεαρός πήγε δυο μέτρα πίσω που είχαν σταθεί οι υπόλοιποι, είπε στα γρήγορα δυο κουβέντες που ακούστηκαν σαν ερώτηση με κατάφαση και οι υπόλοιποι φάνηκε να συμφώνησαν, μετά γύρισε στο Γιάννη και του είπε:
-Εμείς κάνουμε μόνο γκράφιτι, αλλά εσύ είσαι ειδική περίπτωση και θα το κάνουμε.
Δεν θέλουμε λεφτά, θα πληρώσεις μόνο τα σπρέι. Πότε το θέλεις;
-Τώρα, σήμερα τη νύχτα, για να προλάβουμε, είπε ο Γιάννης εντελώς ακατανόητα. Οι πιτσιρικάδες όμως κατάλαβαν.
-Έγινε, θα πάμε τώρα.
Πρότεινε στο Γιάννη ένα χαρτί που από τη μια μεριά είχε ένα πολύπλοκο σχέδιο και του είπε:
-Γράψε από την άλλη μεριά το μήνυμα, όπως το θέλεις και ζωγράφισε και το φύλλο της δάφνης, όπως ΑΚΡΙΒΩΣ, -τόνισε- το θέλεις και γράψε δίπλα τα χρώματα.
Δώσε και εξήντα ευρώ και αύριο πέρνα να το δεις !
Ο Γιάννης άρχισε να γράφει, όταν τελείωσε του έδωσε εκατό ευρώ και το χαρτί και του είπε:
-Σου έγραψα και το τηλέφωνό μου αν θέλεις τίποτα …
-Δεν θέλω, ο νεαρός έσκισε το κομματάκι με το τηλέφωνο και το έδωσε στον έκπληκτο Γιάννη.
-Εξήντα σου είπα και πολλά είναι, συμπλήρωσε και άρχισαν όλοι να ψάχνουν τις τσέπες τους.
-Γεια, ευχαριστώ είπε ο Γιάννης, μπήκε γρήγορα στο αμάξι του και ξεκίνησε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8.

Ο Γιάννης είχε φτάσει στο γραφείο του σήμερα από τις επτάμισι.Περνώντας έξω από το θεραπευτήριο ΑΙΓΛΗ, έμεινε ώρα, να κοιτάζει και ο ίδιος κατάπληκτος τη δύναμη που ανέδυε το μήνυμά του!
Ένας άχρωμος τοίχος απέναντι στα παράθυρα των δωματίων,είχε αποκτήσει ζωή! και μετέδιδε ζωή, δύναμη, κέφι και διάθεση για μάχη!
Ένα τεράστιο δαφνόφυλλο καταπράσινο και μετά με διπλά, σκιασμένα, χονδρά και χαρούμενα κατακόκκινα γράμματα:
ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Ο ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΟΥ,
ΕΣΥ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙΣ.
ΠΑΡΕ ΜΕ ΤΗΛΕΦΩΝΟ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ.
Από κάτω είχε ένα περίεργο σύμπλεγμα με λουλούδια, σε πολλά χρώματα, εντυπωσιακό και μεγάλο που σου δημιουργούσε την αίσθηση, της έκρηξης, της αναγέννησης, των φωτεινών πυροτεχνημάτων… δεν μπορούσε να αποφασίσει τι του θύμιζε.
Ο Γιάννης ήταν εντυπωσιασμένος.Ο νεαρός είχε προσθέσει ένα «σε»!

«Όταν εμείς γράφαμε συνθήματα άραγε, τότε, είχαν τόση δύναμη; Είχαν τόση αξία για κάποιον, για κάποιους; Δίναμε κάποια ελπίδα, ή υπόσχεση για να είναι νικηφόρα η μάχη;»
Παλιές ιστορίες, αναπάντητες.

Η μέρα ξεκίνησε με δουλειά και συναντήσεις.
Το τηλέφωνό του είναι πάνω στο γραφείο και το κοιτάζει συνεχώς μήπως χτύπησε και δεν το άκουσε.
Γύρω στις έντεκα,το τηλέφωνο χτύπησε με άγνωστο αριθμό.
-Ναι.
Όλο το νοσοκομείο σήμερα, γιατροί, νοσοκόμες και ασθενείς, περνάει τη μέρα του στα παράθυρα και χαμογελάει…
-Ελπίζω κι εσύ…
-Έλα αν θέλεις να δεις τον τοίχο πώς φαίνεται απ’ το δωμάτιό μου!
-Δώσε το όνομά μου στην είσοδο: Γιάννης Καλογιάννης.

Το κόκκινο μήνυμα. Διήγημα. β΄μέρος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.
Ο Γιάννης πηγαινοέρχεται κάθε μέρα στο γραφείο του.Μια βδομάδα έχει περάσει απ’ την παράξενη συνάντηση με την γυναίκα της παραλίας.Κάθε μέρα φέρνει στο νου του την αλλόκοτη συμπεριφορά της με το οργισμένο της περπάτημα και την οργισμένη αντίδραση της στο πλησίασμά του και αναρωτιέται πόσο χαμένη πρέπει να ένοιωθε, πόση πρέπει να ήταν η απόγνωσή της, για να μη βρει παρηγοριά στην αγκαλιά και τη φροντίδα των δικών της ανθρώπων αλλά να της φανεί πιο εύκολο, να δεχτεί τελικά μια ανθρώπινη αγκαλιά,από έναν άγνωστο.
Πόσο πιο εύκολο της φάνηκε,
Να πει σ’ έναν καινούργιο άνθρωπο,που δεν την ήξερε πριν,την καινούργια της ταυτότητα, αυτή του ανθρώπου που έχει καρκίνο,και να πιστεύει άραγε, ότι έτσι δεν χρειάζεται να χάσει στα μάτια του τίποτα από την παλιά της ακεραιότητα.
Άλλοτε κρεμάει τη σκέψη του πάνω της.
Πώς να ήταν πριν;Πώς να είναι,όταν είναι χαρούμενη,δυνατή,ευτυχισμένη;Γιατί είναι τόσο μοναχική;Είναι τόσο περήφανη ή τόσο πληγωμένη;Δεν έχει ανθρώπους που να την αγαπούν για να τη στηρίξουν;

Έχουν οι άνθρωποι διάθεση, χρόνο και ψυχικό σθένος να στηρίζουν κάποιον,ή θέλουν πάντα ανθρώπους χωρίς προβλήματα για να είναι διαθέσιμοι για αυτούς;

Και πόσο άνετα ένοιωθε μαζί της σαν να την ήξερε χρόνια,σαν να είχαν μοιραστεί πολλά μαζί.
Ήθελε να τη δει ξανά,ενάντια σε κάθε λογική.
Άλλοτε πάλι τη διώχνει απ’ τη σκέψη του,γιατί του φαίνεται παράλογο να ασχολείται με μια άγνωστη τόσο,που να του γίνεται εμμονή.

Ποιος όμως είναι αυτός που θα ορίσει το λογικό και το παράλογο στις ανθρώπινες σχέσεις και διαθέσεις;

Πάλι ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα πάλι κυνηγάει κάτι άπιαστο που δεν ξέρει ακριβώς τι είναι.
Έτσι κάπως έφτασε στα 46 του.Όλοι οι φίλοι του,οι παλιοί συμφοιτητές του και οι συνάδελφοί του,έκαναν σχέσεις,και άλλες σχέσεις.Κάποια στιγμή έκαναν οικογένειες και παιδιά και άλλαξαν στυλ και ύφος ζωής και έθεσαν νέες προτεραιότητες και άνοιξαν νέο κύκλο ενδιαφερόντων,κι αυτός, όλο κάτι ψάχνει,κάποια ψάχνει(;) που δεν υπάρχει.Κάτι ψάχνει και δε βολεύεται με τίποτα.
Η ζωή του περνάει με επαγγελματική εξέλιξη με εναλλαγές,ταξιδιών και ρουτίνας με ερωτικές σχέσεις οι οποίες συνήθως αρχίζουν με πρωτοβουλία κάποιας κοπέλας και τελειώνουν με πρωτοβουλία δική του.
Άλλες κοπέλες εισβάλλουν στη ζωή του με τρόπο που δεν του αρέσει. Θέλοντας μετά από κάποιο μικρό διάστημα να τον πάνε να γνωρίσει την οικογένειά τους και άλλες θέλουν απλά να περνάνε καλά, με ταξίδια, διασκέδαση και έρωτα, πράγμα που μετά από λίγο,αρχίζει δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα,να τον ενοχλεί και να δίνει ένα τέλος.

Ο Νοέμβρης έχει προχωρήσει και πλησιάζουν τα γενέθλιά του.Στην άκρη του μυαλού του, αναβοσβήνουν συνεχώς οι φράσεις:
«Τι ζωή ζεις;»
«Αδιάφορη.»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;» Και ξανά σαν να ακούει πολλαπλή ηχώ:
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
Μήπως αυτό του το είπε η λογική του κι όχι μια φοβισμένη αμαζόνα ένα συννεφιασμένο και βαρύ μεσημέρι του χειμώνα;
Ίσως η συνάντηση αυτή ήταν μια αφύπνιση που του έλεγε: «Κάνε κάτι για τη ζωή, γιατί είναι τόσο μικρή, για να είσαι τόσο δύσκολος…»

Περνάει ακόμα μια μέρα.
Σήμερα τ’ απόγευμα έκανε μια ανεξήγητα αργή βόλτα στην παραλιακή.Και βέβαια,δεν συνάντησε την οργισμένη δρομέα.
Πού να είναι άραγε,τι να κάνει, πώς τον παλεύει το φόβο της;
Γιατί Ο ΦΟΒΟΣ ήταν τώρα ο εχθρός της.

Όταν ήταν μικρός,μάζευε ζωάκια που έβρισκε φοβισμένα, ορφανά ή πληγωμένα και τα πήγαινε σπίτι του.Κυρίως αδέσποτα σκυλάκια και πεταμένα νεογέννητα γατάκια.Τα έκρυβε σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο κάτω από την εξωτερική σκάλα του σπιτιού του και τα τάιζε και τα γιάτρευε μέχρι να γίνουν καλά, μετά τα άφηνε να φύγουν.Αυτά δεν έφευγαν,έμεναν στην αυλή και τότε είχε να αντιμετωπίσει τις φωνές και τις φοβέρες της μάνας του,μέχρι την επόμενη φορά που θα γινόταν το ίδιο. Στο τέλος η μάνα του πίστεψε πως θα γίνει γιατρός και σταμάτησε να φωνάζει.
Τότε ήταν αληθινά ευτυχισμένος,ένοιωθε όμορφα όταν έκανε κάποιο πλάσμα να μη φοβάται και να μην υποφέρει, ήταν απ’ τις καλύτερες στιγμές της ζωής του, τις θεϊκές!
Γιατρός δεν έγινε.
Σπούδασε οικονομικά.Ως οικονομολόγος,λοιπόν,σε μια επιστήμη που δεν τον έκανε να νοιώσει ούτε χρήσιμος,ούτε αναγκαίος,έχασε την ικανότητα να αισθάνεται και να συναισθάνεται,να συμπονά και να «γιατρεύει» τα φοβισμένα πλάσματα. Είχε πολλά χρόνια να νοιώσει αυτή την πληρότητα,αυτή την ευτυχία.
Έχασε την ευαισθησία του,έχασε και τις στιγμές αυτής της ευτυχίας του,αλλά δεν το πρόσεξε,δεν του έλλειψε καν.
Ήδη εκεί στην αρχή της εφηβείας, που η «κανονικότητα» «απαγόρευε» τις πολλές ευαισθησίες και έπρεπε να μην ξεχωρίζεις για να ενταχθείς στην ομάδα,προχώρησε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους και νόμισε πως πέρασε κι αυτό,μαζί με τα παιδικά του χρόνια.
Αργότερα η ίδια αυτή απρόσωπη, άχρωμη κι άοσμη δουλειά, ολοκλήρωσε τη μεταμόρφωσή του σ’ έναν «κατεψυγμένο» συναισθηματικά άντρα,που ζούσε ήρεμα και ψύχραιμα,έχοντας μια θαυμάσια εξέλιξη στον οικονομικό κλάδο σε διάφορες εταιρείες. Τα τελευταία δέκα χρόνια είχε γίνει οικονομικός διευθυντής στην εταιρεία του,με πολλά ταξίδια και αρκετά χρήματα.Προϋπολογίζοντας εισαγωγές και αγορές, μετρώντας τα οφέλη και τις ζημιές, κατανέμοντας τα βάρη ισομερώς και δημιουργώντας επιτυχή οικονομικά πλάνα με αποτέλεσμα η εταιρεία να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στα Βαλκάνια και την Νότια Ευρώπη, είχε γίνει απαραίτητος.
Στην εταιρεία ήταν πάντα κερδοφόρα η δράση του.
Στη ζωή είχε πάντα ελλείμματα, αλλά δεν το έψαχνε. Πίστευε ότι ήταν στα όρια του στατιστικού λάθους.
Και να’ σου τώρα,μια πληγωμένη,άγνωστη,ανεμοδαρμένη γυναίκα,τον έφερε τόσα χρόνια πίσω,ξύπνησε ένα κομμάτι του εαυτού του χρόνια ναρκωμένο και του θύμισε, πώς νοιώθεις, όταν ασχολείσαι με ανθρώπους κι όχι με αριθμούς!

Πέρασαν ακόμα δυο μέρες.
Φτάνοντας στο σπίτι του το μυαλό του είναι πάλι στην άγνωστη, όταν ακούει μια και μοναδική κλήση στο κινητό του.
Βλέπει έναν άγνωστο αριθμό,η ώρα είναι μια και μισή, ποιος άγνωστος μπορεί να τον καλεί αυτή την ώρα και γιατί;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
Ο Γιάννης λόγω της θέσης του στη δουλειά, αντιμετωπίζει τα προβλήματα άμεσα και αποφασιστικά.Τα πάντα λήγουν στην ώρα τους,με θετικό αποτέλεσμα για τον ίδιο και με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της πρωτοβουλίας των αποφάσεων.
Οι αναβολές και οι δισταγμοί δεν υπήρχαν στην συμπεριφορά του.
Κάλεσε αποφασιστικά τον αριθμό που έβλεπε στο κινητό του και περίμενε.Το τηλέφωνο χτύπησε μόλις, μισή φορά.
Μια άγνωστη φωνή το σήκωσε και του είπε χωρίς καμία εισαγωγή:
-Είμαι στο Νοσοκομείο,τη Δευτέρα θα χειρουργηθώ …
-Σε ποιο είσαι;
-…..στο ΑΙΓΛΗ….

Σαν να ήταν έτοιμος από πάντα,ρώτησε αυτόματα:
-Πώς σε λένε;
-Δάφνη Γαζή.
-Έρχομαι.
Έκλεισε το τηλέφωνο,φόρεσε πάλι τα παπούτσια του,πήρε το μπουφάν του και έφυγε κλειδώνοντας.Έφτασε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.
Πόσα χρειάζεται άραγε να ξέρεις για κάποιον,όταν αυτός πεθαίνει,και σου ζητάει να του απλώσεις το χέρι σου;
Πρέπει να περιμένεις τον εγκέφαλο να κατανοήσει,να αναλύσει,να μετρήσει,να ζυγίσει και μετά να αποφασίσει ή να απορρίψει ή να ανταποκριθείς;
Κι όταν ο άλλος δε ζητάει δανεικά,δε ζητάει εξυπηρέτηση,δε ζητάει ηδονή,ούτε αναγνώριση,ούτε σχέση,ούτε αφοσίωση ή διασκέδαση, αλλά ένα χέρι,ένα σωσίβιο,που θα αρπαχτεί για λίγο, για να μην παγώσει από το φόβο του και να συνεχίσει να υπάρχει;
Και τότε πρέπει να σκεφτείς;
Πρέπει να αμυνθείς;
Πρέπει να προφυλαχτείς;
Πρέπει να αρνηθείς;
Τι είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Ο Γιάννης πάντως δεν σκεφτόταν τίποτα αυτή τη στιγμή.Οδηγούσε με βιασύνη και συνέπεια, χωρίς να κάνει καμία απολύτως εγκεφαλική διεργασία.
Το κουκούλι που είχε υφάνει τόσα χρόνια ο επιτυχημένος επαγγελματικά κύριος Διευθυντής γύρω του και κλεισμένος και προστατευμένος ο Γιάννης εκεί, περνούσε αναίμακτα τη ζωή του,το είχε σπάσει με μια οργισμένη κλωτσιά μια απελπισμένη γυναίκα και τώρα μια ανεξέλεγκτη δύναμη τον τράβαγε προς αυτήν.

Το αυτοκίνητο έφτασε και μπήκε στο απέραντο παρκινγκ του Νοσοκομείου. Ο Γιάννης κατέβηκε και προχώρησε αποφασιστικά προς το ασανσέρ, χωρίς να κοιτάξει πουθενά και χωρίς να σταθεί στις πληροφορίες.
Η ώρα ήταν περασμένη και μόνο κάποιος που έχει την άνεση και την άδεια να μπαινοβγαίνει εκεί θα φερόταν έτσι, όλοι οι υπόλοιποι, θα έπρεπε να πειθαρχήσουν στους κανόνες του επισκεπτηρίου.
Ο φύλακας παρότι απασχολημένος με την τηλεόρασή του, σηκώθηκε και του έκανε νόημα να πλησιάσει ευγενικά.
Ο Γιάννης δεν είχε επιλέξει καμία αντίδραση, ούτε μπορούσε να αυτοσχεδιάζει, ή να παραφουσκώνει τους άλλους με πειστικά ψέματα για να πετύχει το σκοπό του. Δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας .
Πλησίασε λοιπόν, έβγαλε την ταυτότητά του, την άφησε στο γκισέ και κοιτώντας επίμονα τον άνθρωπο στα μάτια, του είπε με την πιο επίσημη και Διευθυντική του φωνή:
-Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση, είναι μεγάλη ανάγκη να ανέβω για λίγο!
Ο φύλακας πήρε κάπως αμήχανα την ταυτότητα,τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και τόλμησε να ρωτήσει ευγενικά:
-Πού πηγαίνετε;
-Δάφνη Γαζή, απάντησε αποφασιστικά ο Γιάννης.
Ο άνθρωπος κοίταξε στα βιβλία του και κάπως μαλάκωσαν τα χαρακτηριστικά του.
-Μεταφέρθηκε στο 303 στον 3ο, του είπε σιγά. Θα πρέπει όμως να φύγετε σύντομα.
-Μείνετε ήσυχος, ευχαριστώ πολύ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.
Όταν έσπρωξε την κλειστή πόρτα, είδε μια κοπέλα ξαπλωμένη, να κοιμάται μόνη της στο δωμάτιο. Άλλο κρεβάτι δεν υπήρχε. Η κοπέλα στο ημίφως του Νοσοκομείου δεν έμοιαζε με την πεισματάρα οργισμένη -τρομαγμένη γυναίκα, που έτρεχε να ξεφύγει απ’ την αρρώστια που την βρήκε και την απειλούσε τόσο αναπάντεχα. Έδειχνε μια κοπελίτσα, μικρότερη από ό, τι την θυμόταν που κοιμόταν ανυπεράσπιστη, χωρίς καθόλου να λαμπιρίζει επάνω της το αστέρι του θανάτου.
Ο Γιάννης προχώρησε αθόρυβα και στάθηκε να την κοιτάζει, αμέσως η κοπέλα, σαν κάποιος να την ειδοποίησε, άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε.
-Γεια.
-Γεια, γιατί είσαι εδώ σήμερα, αφού θα χειρουργηθείς τη Δευτέρα; Κάνεις εξετάσεις;
-Τις έκανα τις εξετάσεις… Ήθελα να προετοιμαστώ… να το πάρω απόφαση … πήρα άδεια απ’ τη δουλειά… δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν και να αρχίσουν να με λυπούνται, να με κοιτάνε με κείνο το βλέμμα ….
Μετά έβαλε τα κλάματα.
-Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό να μείνεις μέσα; συνέχισε ο Γιάννης
-Όχι πρέπει να είμαι εδώ μεθαύριο το βράδυ.
-Νοιώθεις καλά;
-Τόσο καλά που σκέφτομαι μήπως κάνουν λάθος…
Έβαλε το χέρι της στο στήθος και :
-…αν δεν το έπιανα… δεν θα το πίστευα…

-Σήκω,ντύσου,πάμε να φύγουμε και έρχεσαι μεθαύριο!
-Μα.. . έκανα «το μισό δρόμο» πια…
-Αν είχες κάνει το μισό δρόμο,δεν θα έπαιρνες τηλέφωνο. Χρειάζεσαι δύναμη για να κάνεις αυτή την επέμβαση! Δεν φτάνει να κάνεις τις εξετάσεις και να πάρεις άδεια απ’ τη δουλειά!
Πρέπει να προετοιμαστείς.Πάμε!
Η Δάφνη σηκώθηκε πήρε τη βαλιτσούλα της απ’ το ντουλάπι,έβαλε πάνω απ’ τις πιζάμες ένα φουσκωτό μακρύ μπουφάν της και τον κοίταξε λίγο αβέβαια.
Ο Γιάννης περπάτησε αποφασιστικά προς την πόρτα. Κάλεσε το ασανσέρ,και έφτασαν στο ισόγειο. Προχώρησε προς τον γκισέ με τις πληροφορίες και είπε στο φύλακα:
-Θα γυρίσουμε την ημέρα που πρέπει, έχει συνεννοηθεί με το γιατρό να μείνει σπίτι ως τότε.
Ο αθώος φύλακας του έδωσε την ταυτότητά του,ανακουφισμένος που «η παρανομία» στη βάρδια του έπαιρνε τέλος.
Ο Γιάννης και η Δάφνη προχώρησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο.
Στη διαδρομή δεν μίλαγαν,μόνο όταν ο Γιάννης έστριψε και άφησε τον κεντρικό δρόμο, η Δάφνη βγήκε απ’τις σκέψεις της και τον κοίταξε.
-Πού πηγαίνουμε;
-Σπίτι μου,πάμε, είναι αργά και κάνει κρύο, πρέπει να είσαι μέσα,ζεστή και προφυλαγμένη
-Να πάω καλύτερα σπίτι μου;
-Σπίτι σου,θα αντιμετωπίσεις όλα αυτά που δεν θέλεις και εγώ έχω να ρυθμίσω απ’ τον υπολογιστή μου μερικά θέματα της δουλειάς.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Οικονομικός Διευθυντής σε μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία .
-Διευθυντής; Είσαι μεγαλοστέλεχος δηλαδή;
-Ναι.
-Λες αλήθεια;
-Ναι .
Το κοίταξε με έκπληξη και δεν μίλησε.
-Δεν φαίνομαι; Δεν είμαι τόσο καλοντυμένος ή δεν είμαι τόσο ατσαλάκωτος; Δεν σε πείθω;
-Δεν έχεις αυτό το ύφος… που θα έπρεπε…! Καλά, υπάρχουν μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα;
– Ε, κάποιες υπάρχουν.
-Ταξιδεύεις;
-Συνέχεια. Θέλεις να έλθεις;
Η Δάφνη τον κοίταξε με απορία.
-Πού;
-Στα ταξίδια!
-Πότε;
-Μετά που θα ξεφορτωθείς τον καρκίνο!
-Γιατί;
Γιατί θα είναι ωραία. Θα γνωριστούμε! Ξέρεις στα ταξίδια, ο καθένας αφήνεται ελεύθερος, είναι χαλαρός και ήρεμος. Έχεις ταξιδέψει;
-Λίγο,δεν έτυχε.
-Πόσων χρονών είσαι;
-Τριάντα πέντε.
-Και δεν έχεις ταξιδέψει; Τα επόμενα χρόνια πρέπει να πάρεις το αίμα σου πίσω!
-Εσύ πόσο είσαι;
– Σαράντα έξι,σχεδόν! Αλλά ταξίδεψα πολύ,κυρίως μόνος μου ως τώρα. Θέλεις να ταξιδέψουμε μαζί;
-Προσπαθείς να με κάνεις να πιστέψω πώς θα ζήσω ή θέλεις να με βάλεις να σκέφτομαι κάτι άλλο;
-Τίποτα από αυτά. Θα κάνεις την επέμβαση και θα πάμε στην Ολλανδία. Δεκαήμερο ταξίδι.
Θα έχεις έτσι κι αλλιώς την αναρρωτική άδεια, θα αναρρώσεις στα αλήθεια.
Η Δάφνη κοίταζε έξω και δεν μιλούσε.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο Γιάννης ξεκίνησε να βγει.
-Εδώ είμαστε!
Η Δάφνη πριν βγει τον έπιασε απ’ τον ώμο και τον σταμάτησε.
-Ακόμα και με τον καρκίνο, είναι πολύ βιαστική αυτή η γνωριμία… δεν είμαι έτσι εγώ…
– Δάφνη δεν έχουμε τα χρονικά περιθώρια για να γνωριστούμε φυσιολογικά!
Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα παραπάνω, από ανθρώπινη αλληλεγγύη, μόνο απ’ τον καρκίνο πρέπει να φυλαχθείς αυτή την στιγμή.
Μετά βγήκε έξω, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου,της άνοιξε,πήρε το βαλιτσάκι και την οδήγησε στην πολυκατοικία που έμενε.
Η Δάφνη ακολουθούσε σαν ένα μικρό ορφανό γατάκι,που απέναντί του είναι ένας μεγάλος εχθρικός σκύλος κι απ’ την άλλη ένας άγνωστος άνθρωπος. Ακούει τα απειλητικά γαβγίσματα του σκύλου, βλέπει τα κοφτερά και μυτερά του δόντια και τελικά επιλέγει να πάει προς τον άνθρωπο, ελπίζοντας ότι είναι λιγότερο θηρίο από το σκύλο.
Είναι;
Όταν ανέβηκαν στο διαμέρισμα και μπήκαν στο σπίτι, η Δάφνη δεν ένοιωθε άνετα κι αυτό φαινόταν. Κάθισε άκρη- άκρη στον καναπέ χωρίς να βγάλει το τεράστιο μπουφάν της και χωρίς να κοιτάξει καθόλου γύρω της. Νόμιζες που περιμένει κάποιον,να περάσει να την πάρει να φύγουν.
Ο Γιάννης είπε ήσυχα:
-Είναι αργά και είσαι σε προετοιμασία για εγχείριση, θέλεις να κοιμηθούμε και να τα πούμε αύριο, έχουμε καιρό ως τη Δευτέρα, να συζητήσουμε και να ηρεμίσεις, έ;
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν μπορώ να φέρομαι σαν να μην έγινε τίποτα.
Έγινε! Έγινε κάτι που αλλάζει τα πάντα,αλλάζει τη ζωή μου ολόκληρη,ποτέ πια δεν θα γίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν, μπορεί και να πεθάνω!
Άρχισε να κλαίει γοερά. Καθόταν εκεί στην άκρη του καναπέ σφιγμένη στο μπουφάν της και έκλαιγε. Τα μάτια της ήταν ήδη πρησμένα που έδειχνε ότι τα καινούρια κλάματα, είχαν έρθει πάλι να προστεθούν σε προηγούμενα, όμως αυτή δεν έδειχνε να έχει κουραστεί να κλαίει που σημαίνει πως δεν το’χε πάρει απόφαση, δεν το είχε χωνέψει, αυτό που της έτυχε.

Ο Γιάννης πήγε κι έκατσε δίπλα της την έπιασε από τους ώμους, άρχισε ασυναίσθητα να την κουνάει πέρα δώθε όπως κουνάς ένα δύσκολο μωρό για να κοιμηθεί. Η Δάφνη συνέχισε να κλαίει αλλά σιγά-σιγά ηρέμησε..
Μετά βάλθηκε πάλι να του εξηγεί,ότι δεν μπορεί να σου συμβαίνει κάτι τέτοιο στα καλά καθούμενα, χωρίς να καπνίζεις, χωρίς να έχει πάθει καρκίνο κανένας στην οικογένειά σου, χωρίς να φταις σε τίποτα, χωρίς να το προκαλέσεις… και να πρέπει να το δεχτείς σαν να είναι φυσιολογικό, να το δεχτείς χωρίς να έχεις τι δικαίωμα να διαφωνήσεις…
Σ’ αυτό το σημείο, ξανάρχισε να κλαίει πάλι και να φωνάζει. «Είναι άδικο, είναι άδικο, δεν θέλω να μου συμβαίνει, δεν θέλω να το δεχτώ δεν θέλω να έχω καρκίνο, ακόμα κι αν χειρουργηθώ και όλα πάνε καλά! Δεν θέλω να μου συμβαίνει!»
Ο Γιάννης την άφηνε να ξεσπάει χωρίς να της μιλάει.
Κανείς δεν ξέρει ποια εμπειρία ή ποιο ένστικτο,τον οδηγούσε να μη χρησιμοποιεί την ακαταμάχητη ανδρική λογική,με τα επιχειρήματα, τα ποσοστά και τους αλγόριθμους που μόνο σε βαθύτερη απελπισία μπορούσαν να σπρώξουν τη Δάφνη αυτή τη στιγμή. Την άφηνε να περνάει τα στάδια: του θυμού, της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και της αποδοχής της δύσκολης ασθένειας, με ταχύτητα, – γιατί ο χρόνος που είχε ήταν περιορισμένος- και με διάφορες μικρές παραλλαγές ή τροποποιήσεις, γιατί προφανώς, κανένας ασθενής δεν ακολουθούσε με μαθηματική ακρίβεια το σχεδιασμό των ψυχιάτρων.

Κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει και κάθισε αμίλητη κι ακίνητη δίπλα του. Δεν μιλούσαν, μόνο ανέπνεαν και ο καθένας ταξίδευε στο δικό του πέλαγος .

Ο Γιάννης αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή και είπε ήρεμα:
-Πάμε για ύπνο. Σου έδωσαν να πάρεις κάποιο φάρμακο για τον ύπνο;
-Ναι αλλά δεν το θέλω, θα κοιμηθώ μόνη μου.
Προχώρησε στην τουαλέτα όπως ήταν,με το μπουφάν της,(θαρρείς και ήταν το σωσίβιο στη φουρτούνα της) και όταν βγήκε περιεργάστηκε το υπνοδωμάτιο.
-Πού έχεις ρούχα; θα κοιμηθώ στον καναπέ, δήλωσε και προχώρησε στο σαλόνι.
Ο Γιάννης χωρίς σχόλια, της έφερε σεντόνια μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα.
Η κοπέλα έστρωσε πρόχειρα στον καναπέ.
-Καληνύχτα, είπε και ξάπλωσε.
-Αν χρειαστείς κάτι θα με ξυπνήσεις έτσι;
-Εντάξει. Και αμέσως ανασηκώθηκε ανήσυχη: -Μπορείς να κοιμηθείς με άλλον στο σπίτι;
-Θα δούμε, απάντησε ήσυχα ο Γιάννης. Αν δεν τα καταφέρω, θα σε ξυπνήσω να φύγεις!
Την κοίταξε κοροϊδευτικά, έσβησε το φως και πήγε στο μπάνιο.
Καθυστέρησε σκόπιμα και όταν βγήκε, η Δάφνη κοιμόταν. Το μπουφάν της ήταν αφημένο δίπλα της στην καρέκλα.
Έβλεπε ή μάλλον άκουγε έναν άνθρωπο να κοιμάται στο σπίτι του και αυτό για πρώτη φορά του δημιουργούσε μια ηρεμία, μια εσωτερική γαλήνη, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν ήξερε πώς να το ονομάσει, ούτε πού να το εντάξει και το οποίο δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες.
Ξάπλωσε και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, όμως η ώρα ήταν πολύ περασμένη και η κούραση νίκησε γρήγορα τις σκέψεις.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Το κόκκινο μήνυμα. Διήγημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο αέρας παράσερνε ό,τι έβρισκε στο διάβα του, ξερά φύλλα και κλαδάκια, χαρτιά που βρέθηκαν στο δρόμο και διάφορα άλλα σκουπιδάκια. Στο κάθε φύσημά του τα στροβίλιζε μια δυο φορές και μετά τα εναπόθετε κόντρα σε κάποιο εμπόδιο. Συνήθως σε κάποιο τοιχάκι ή στα πλαϊνά του στέγαστρου της στάσης ή απλώς στο σκαλοπάτι του πεζοδρομίου μέχρι το επόμενο δυνατό φύσημα, που θα τα έπαιρνε και θα τα πήγαινε πιο πέρα.
Η Δάφνη περπατούσε με βιασύνη χωρίς να υπολογίζει και χωρίς να προσέχει τίποτα από όλα αυτά.
Βάδιζε και βάδιζε και βάδιζε. Βιαστικά και οργισμένα. Ο αέρας έφερνε τα μαλλιά της μπροστά στα μάτια της,ανέμιζε το κασκόλ της και έσπρωχνε όλο της το σώμα, λες και συμφωνούσε κι αυτός με τη βιασύνη της.
Ήλιος πουθενά. Σύννεφα και κρύο. Πού και πού έριχνε καμιά χοντρή ψιχάλα, άστραφτε και βροντούσε κάπου μακριά αλλά τελικά δεν το αποφάσιζε να ξεσπάσει. Μέσα Νοέμβρη, αλλά χειμώνας, έστω ανεπίσημος.
Η θάλασσα γκρίζα και φουρτουνιασμένη, έσκαζε κάθε τόσο, άφριζε και ξανάφευγε για να σκάσει πάλι με την ίδια ορμή και την ίδια κακιά διάθεση.
Η Δάφνη συνέχισε να βαδίζει. Δίπλα στη θάλασσα. Χωρίς να κοιτάζει πουθενά. Είχε φθάσει σχεδόν στο Καλαμάκι. Εκεί λίγο έχασε την επαφή με τη θάλασσα και περπατούσε σύριζα στο δρόμο, μέχρι να τελειώσουν τα παρκινγκ και οι διάφορες άλλες διευθετήσεις της λεωφόρου.
Το αυτοκίνητο πήγαινε σταθερά στη δεξιά λωρίδα του δρόμου από το ύψος του Τροκαντερό. Κυλούσε σιγά- σιγά και άφηνε να το προσπερνούν. Στα φανάρια αργοπορούσε κι έμενε πίσω. Μια- δυο φορές, σταμάτησε και λίγο στο πεζοδρόμιο, έτσι σιγά και σταθερά ακολουθούσε τη Δάφνη να περπατάει γοργά και θυμωμένα.
Η ώρα ήταν δώδεκα το μεσημέρι,αλλά η ατμόσφαιρα έμοιαζε σαν ένα χειμωνιάτικο βαρύ δειλινό στην έρημη παραλία,έτσι,η βιαστική δρομέας με τον σταθερό και έντονο ρυθμό, τράβηξε απ την αρχή την προσοχή του βαριεστημένου οδηγού.
Είχε προφανώς ένα σκοπό στη ζωή της και πήγαινε με βιασύνη και νεύρο σε αυτόν. Χωρίς να σπαταλάει το παραμικρό δευτερόλεπτο, χωρίς να ρίχνει το βλέμμα της πουθενά, χωρίς να χάνει καθόλου το στόχο της. Αυτό,τον είχε εντυπωσιάσει και τον είχε ωθήσει να την ακολουθεί.
Τι άνθρωποι υπάρχουν αλήθεια, που είναι τόσο προσηλωμένοι ,τόσο ευσεβείς, τόσο συνεπείς και ακριβείς στο στόχο τους! Στον προορισμό τους!
Και τι προορισμός, τι στόχος θα είναι αυτός, για να ασκεί αυτή την έλξη πάνω τους!
Ολόκληρη η γη γυρίζει, τα πάνω κάτω έρχονται κι όμως αυτοί εκεί, αδιατάρακτοι, έχουν μια εσωτερική πυξίδα, που δείχνει σταθερά το στόχο, χωρίς καμία ταλάντευση!

Ενώ αυτός,έτσι,σκότωνε την ώρα του.Σήμερα είχε παντού απεργία. Απεργούσε λοιπόν; Μπα, απλώς δεν πήγε στη δουλειά. Τι απεργία να κάνει αυτός, αυτός είχε ταυτιστεί με την εργοδοσία.Όταν έλεγε:«Εμείς, η εταιρεία» στην αρχή του φαινόταν γελοίο,στην αρχή όμως, γιατί τώρα τα τελευταία χρόνια,το έλεγε και το ένοιωθε.
Μια μέρα απεργία λοιπόν,έτσι εν ονόματι του ενδόξου φοιτητικού παρελθόντος.Κόντρα σε οποιαδήποτε λογική.Σαν μνημόσυνο, στις μέρες που περπατούσε με υψωμένη τη γροθιά, ακούγοντας την καρδιά του να χτυπάει βροντερά, μαζί με τα συνθήματα που φώναζε με αγωνιστικότητα, ορμή, ελπίδα και περηφάνια.
Σήμερα δε δούλευε,χωρίς να περιμένει ή να πιστεύει ή να επιδιώκει να αλλάξει κάτι. Ούτε πίστευε σε τίποτα,ούτε περίμενε τίποτα.Ούτε είπε σε κανέναν ότι «ακολουθεί»την απεργία,(όχι ότι συμμετέχει αλλά ότι ακολουθεί).Πήρε απλώς ένα τηλέφωνο στο γραφείο και είπε ότι έχει τρομερή κίνηση και δεν θα κατέβει για να μη χάσει τις ώρες του, θα δουλέψει απ’ το σπίτι.Και βέβαια,τον πίστεψαν! Αυτό έλειπε να τον αμφισβητήσουν! Αφού αυτός ήταν «Η Εταιρεία!».
Στο κέντρο είχε μεγάλη λαϊκή και φοιτητική συγκέντρωση.Ούτε στη συγκέντρωση πήγε.Δεν ένοιωθε τίποτα και δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να συμμετέχει.
Ούτε για καφέ είχε βγει στην παραλία.Καφέ ήπιε σπίτι του.Ούτε καν κοιμήθηκε περισσότερο το πρωί.Το ρολόι χτύπησε την ίδια ώρα κι εκείνος ξύπνησε και σηκώθηκε αμέσως,σαν να επρόκειτο να πάει στη δουλειά.
Όταν πέρασε η ώρα και δεν είχε τίποτα να κάνει και κανέναν να δει, πήρε το αυτοκίνητο και κύλησε αφηρημένα και χωρίς σκοπό στην παραλιακή.Τότε τράβηξε την προσοχή του η Δάφνη,που περπατούσε σε αυτή την ιδιόρρυθμη μοναχική παρέλαση,χωρίς σταματημό.
Έξι,επτά ίσως και οκτώ στάσεις έχει σχεδόν περπατήσει η ανεμοδαρμένη γυναίκα.
Ο Γιάννης άρχισε να αναρωτιέται,τι πάει στραβά σ’ αυτήν την βιαστική μαραθώνια πορεία.
Πλεύρισε το πεζοδρόμιο,κόρναρε ελαφρά και φρέναρε μαλακά.Χαμήλωσε το δεξιό τζάμι και της φώναξε:
-Θέλετε να σας πάω κάπου;
Η ανεμοδαρμένη γυναίκα γύρισε το κεφάλι της και χωρίς να κόψει ταχύτητα,φώναξε,
– Άιντε στο διάολο! Παράτα με!
Ο Γιάννης έμεινε άναυδος και το αυτοκίνητο έσβησε από το σάστισμά του.Ξανάβαλε εμπρός και κύλησε λίγα μέτρα δίπλα της.
-Να βοηθήσω ήθελα… συνέχισε.
Η γυναίκα σταμάτησε,πλησίασε το αυτοκίνητο, έβαλε το κεφάλι της μέσα, τον κοίταξε κατάματα που του είπε φωνάζοντας:
-Δεν θες να βοηθήσεις,να ψαρέψεις μια γκόμενα απ’ το δρόμο θέλεις,αλλά δεν είμαι η περίπτωσή σου!
και δυναμώνοντας τη φωνή της ούρλιαξε:
-ΕΧΩ ΚΑΡΚΙΝΟ ΚΑΙ ΠΕΘΑΙΝΩ!
Μετά γύρισε στο πεζοδρόμιο και απομακρύνθηκε περπατώντας οργισμένα.
Ο Γιάννης έμεινε ακίνητος για ένα λεπτό.
_Με πέρασε για κάποιον που ψάχνει για γυναίκα στο δρόμο και πάει να με τρομάξει_ σκέφτηκε. Όμως και μια ώρα, μοναχικό και βίαιο περπάτημα στο δρόμο,τι μπορεί να σημαίνει;
Την ξαναπλεύρισε και σκύβοντας πάλι της φώναξε:
-Ελάτε να σας πάω πιο κάτω…
Η γυναίκα σταμάτησε να περπατάει,γύρισε,πλησίασε το αυτοκίνητο και άρχισε να το κλωτσάει με μανία.
Ο Γιάννης νευρίασε.Σταμάτησε,τράβηξε το χειρόφρενο,άνοιξε την πόρτα και ετοιμάστηκε να την αντιμετωπίσει από κοντά.Η γυναίκα δεν κουνήθηκε,έμεινε εκεί περιμένοντας κανείς δεν ξέρει τι.Όταν ο Γιάννης έφτασε δίπλα της,τότε είδε το πρόσωπό της.
Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα,μαύρες γραμμές από τα βαμμένα μάτια της κυλούσαν στα μάγουλά της και το βλέμμα της χανόταν στο κενό, χωρίς να νοιάζεται για το τι θα επακολουθούσε.
Τότε της είπε αναπάντεχα:
-Πάμε να φάμε;
-Έχω καρκίνο,θα πεθάνω,το χωράει ο νους σου;
Άρχισε να κλαίει δυνατά,το σώμα της τρανταζόταν ολόκληρο κι ο Γιάννης χωρίς να το σκεφτεί καν,άπλωσε τα χέρια του και την αγκάλιασε.Αυτό αντί να την ηρεμίσει, την τάραξε περισσότερο και άρχισε ένα αναφιλητό με λυγμούς που δεν σταματούσε.

Εκείνος την κρατούσε σταθερά και υπομονετικά.Δεν είχε κρατήσει ποτέ στην αγκαλιά του κάποιον που έκλαιγε και πολύ περισσότερο δεν είχε παρηγορήσει ποτέ κανέναν για τίποτα και αυτές οι ηλίθιες διαπιστώσεις, περνούσαν εκείνη τη στιγμή από το μυαλό του,αλλά προς μεγάλη του έκπληξη δεν ένοιωθε άσχημα,ούτε άχαρα,ούτε ήθελε να φύγει γρήγορα και να ξεμπλέξει.
Η κοπέλα κουράστηκε,κόπασαν λίγο τα αναφιλητά της,τότε της είπε σιγανά:
-Πάμε κάπου να καθίσουμε, να μιλήσουμε…
-Έχω καρκίνο,το καταλαβαίνεις; Επανέλαβε πάλι πιο ήσυχα.
Δεν μιλούσε στο Γιάννη κι ας έδειχνε ότι σ’ αυτόν απευθύνεται,το επαναλάμβανε υστερικά στον εαυτό της για να το ακούει και να το χωνεύει.
Ο Γιάννης την απομάκρυνε από πάνω του χωρίς να την αφήσει και κοιτώντας την κατάματα, άλλαξε ύφος και της είπε με παράταιρα ανάλαφρη αυστηρότητα :
-Ποιος είπε ότι όποιος έχει καρκίνο δεν τρώει;
Η κοπέλα σταμάτησε να κλαίει, τον κοίταξε μέσα απ ’τα δάκρυά της αλλά δε θύμωσε. Δεν είχε άλλη δύναμη μάλλον για να θυμώσει.
-Πόσο καιρό το ξέρεις; Τόλμησε ο Γιάννης.
-Σήμερα το πρωί πήρα τ’ αποτελέσματα.
-Κι από κείνη την ώρα τι κάνεις;
-Περπατάω…
-Πάμε να φάμε,κουράστηκες πια να τρέχεις …πάμε κάπου να κάτσουμε να ξεκουραστείς.
Εκείνη καθόταν στα χέρια του σαν ένα σπασμένο κλαρί και κάποια στιγμή νόμισε ότι θα γυρίσει και θα φύγει, αλλά έμεινε ήσυχος κι ανέκφραστος και την περίμενε να αποφασίσει να μπει με τη θέλησή της στο αυτοκίνητο. Όταν αυτή προχώρησε και μπήκε,έκανε κι αυτός το γύρο του αυτοκινήτου,μπήκε κι έβαλε εμπρός.
-Πάμε στο «Ζήθο» στη Βάρκιζα να φάμε σουβλάκια; Θέλεις;
-Σουβλάκια! Στη Βάρκιζα! Σαν κανονικοί άνθρωποι,σαν να μη συμβαίνει τίποτα ε; Κάγχασε.
Ο Γιάννης ξεκίνησε χωρίς να της απαντήσει.
Σ’ όλη τη διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντα.
Η Δάφνη ήταν κατάκοπη,δεν είχε δύναμη ούτε να μιλήσει κι ο Γιάννης την άφησε να ανασυγκροτηθεί και να συνέλθει.
Όταν πάρκαρε έξω απ’ το «Ζήθο»,της έδωσε το κουτί με τα χαρτομάντιλα από το ντουλαπάκι και της είπε:
-Καθάρισε το πρόσωπό σου και έλα,σε περιμένω έξω.
Μετά βγήκε και βάλθηκε να εξετάζει το αυτοκίνητο στο σημείο που το κλώτσαγε η Δάφνη.
Όταν εκείνη βγήκε και ήρθε προς το μέρος του,στάθηκε δίπλα του χωρίς να μιλάει και περίμενε.
-Όταν θα γίνεις καλά, θα μου το φτιάξεις,ως τότε δεν το φτιάχνω το βούλιαγμα. Της είπε με σοβαρό ύφος κι εκείνη:
-Μάλλον άφτιαχτο θα μείνει… για πάντα
Ο Γιάννης την κοίταξε και το ύφος του ήταν πάλι παράταιρα ανάλαφρο σε σχέση με τη σοβαρότητα της κατάστασης.
-Θα περιμένω όσο χρειαστεί… να ξέρεις μου το χρωστάς.
Μετά την έπιασε απ’ το χέρι προχώρησε και μπήκε στο μαγαζί, βρήκε ένα τραπέζι και την περίμενε να καθίσει.
Αφού παρήγγειλε και για τους δύο, βάλθηκε να την κοιτάζει.

Πόσο μπορεί να τσακίσει τον άνθρωπο ο φόβος;
Μια ωραία γυναίκα που δεν μπορούσε να σκεφτεί, να επικοινωνήσει, να μιλήσει, να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, από το φόβο της.

-Λοιπόν;
-Δεν έχει λοιπόν για μένα… Εσύ ποιος είσαι;
-Ένας άνθρωπος.
-Τι σόι άνθρωπος;
-Λίγο λοξός.Λίγο δύσκολος.Λίγο μοναχικός.Σαν το λύκο.
-Εσύ; Τι άνθρωπος είσαι;
-Εγώ, Εγώ Έχω καρκίνο, τα υπόλοιπα δεν έχουν καμιά σημασία πια!
Εκείνη την ώρα ήρθε η παραγγελία.
Ο Γιάννης της έβαλε λίγο φαγητό στο πιάτο της και πριν αρχίσει να τρώει,- λες και ήθελε να το κλείσει το θέμα, για να προχωρήσουν στα άλλα τα σοβαρά,- της είπε:
Ο καρκίνος! Τι νομίζεις ότι είναι; Ένα κύτταρο που τρελάθηκε και πολλαπλασιάζεται άναρχα και τρελά στον οργανισμό σου,με σκοπό να σε τρελάνει κι εσένα, θα το αφήσεις να σε πεθάνει; Θα παραδοθείς σαν να ’σουν καμιά αδύναμη γιαγιά ή δεν έχεις τίποτα να χάσεις σ’ αυτόν τον κόσμο και θα περιμένεις να σε καταπιεί;
Η Δάφνη έμεινε αποσβολωμένη να τον κοιτάζει και άρχισε αφηρημένα να τσιμπάει κάτι απ’ το πιάτο της.
Στην συνέχεια έκανε πέρα το πιάτο της και του είπε κοιτώντας τον κατάματα.
-Τις πιστεύεις αυτές τις μαλακίες που λες; Νομίζεις ότι έχεις δύναμη να παλέψεις; Νομίζεις ότι μπορείς;
Η απάντηση ήρθε κοφτή και απότομη, χωρίς ίχνος λύπησης.
-Να μπορέσεις.Είναι μονόδρομος.Δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις.
-Εσύ, αν σου τύχει θα παλέψεις; Ωραία τα λες! Του πέταξε με κακία.
Μετά από δύο ώρες ήταν ακόμα μαζί στη Βάρκιζα.
Περπατούσαν στην παραλία,ο καθένας σφιγμένος στο επανωφόρι του και στον εαυτό του. Μιλούσαν λίγο που και που,χωρίς χρονική συνέχεια και χωρίς ειρμό.Δυο άγνωστοι, μοναχικοί άνθρωποι,που δεν ήξεραν και δεν έψαχναν τι τους ένωνε αυτή τη στιγμή.
Χωρίς να προσπαθούν να γνωριστούν,έτσι,αδιάφορα,η Δάφνη ρώτησε:
-Με ποιόν ζεις;
-Μόνος μου.
-Ζεις καλά;
-Αδιάφορα.
-Γιατί δεν αλλάζεις ζωή;
-Δεν ξέρω πώς αλλάζει κανείς τη ζωή του…
Τι δουλειά κάνεις;
-Μια δουλειά που δεν τη αγαπώ και δεν μ’αγαπάει.
-Εσύ με ποιόν ζεις;
-Μόνη μου.
-Εσύ τι ζωή ζεις;
Ο Γιάννης δεν πήρε καμία απάντηση και συνέχισε.
-Έχεις φίλους;
-Κανέναν άνθρωπο που να θέλω να μοιραστώ κάτι τέτοιο…
Κανείς δεν με ξέρει όπως είμαι…
-Πώς είσαι δηλαδή;
-Δύσκολη. Άγρια,ανυπόμονη και εγωίστρια.Δεν θέλω να ’χω την ανάγκη κανενός.
-Οι άλλοι πώς σε ξέρουν;
-Καλή,συνεργάσιμη,υπομονετική γεμάτη κατανόηση!
Περπάτησαν κι άλλο,σιωπηλοί κι απόμακροι.
-Είσαι λοιπόν μια στριμμένη κακιά …
-Ναι.
Κι άλλη σιωπή κι άλλη απόσταση. Μετά ο Γιάννης περισσότερο σαν να μονολογεί παρά να κουβεντιάζει,άρχισε να λέει:
-Κι εγώ,είμαι παράξενος δεν ανέχομαι εύκολα τους άλλους,δεν κάνω χάρες,ούτε θέλω χάρες… στη δουλειά… είμαι σκληρός,δουλεύω για να δουλεύω… τέλος πάντων.
Σταμάτησε να μονολογεί και στράφηκε στη Δάφνη:
-Λοιπόν εγώ σε ξέρω όπως είσαι τώρα,κακιά στριμμένη και με τον καρκίνο,δεν χρειάζεται να κάνεις καμιά προσπάθεια!
Περπατώντας έφτασαν έξω από ένα μέτριο σε μέγεθος συνοικιακό λούνα-Παρκ. Ο Γιάννης την έπιασε απ’ το χέρι,προχώρησε και μπήκαν μέσα. Μια και μοναδική παρέα νεαρών, έσπαγε με τα γέλια της και τις φωνές της την χειμωνιάτικη ερημιά. Ήταν πέντε-έξι ζευγάρια που στριφογύριζαν και ανεβοκατέβαιναν σε διάφορα παιχνίδια αγκαλιασμένοι και στρίγγλιζαν κάθε φορά που ο φόβος ή η αγωνία τους έκοβε την ανάσα.
-Πάντα είχα μανία να μπω σε όλα αυτά και ποτέ δεν τα κατάφερα, εσύ έχεις μπει; Την κοίταξε και περίμενε την απάντηση.
-Όχι δεν έχω μπει.
-Θα μπούμε;
-Ναι.
Ο Γιάννης έβγαλε διάφορα εισιτήρια,για τρενάκια που ανεβοκατέβαιναν απότομα, συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και μύλους που ανέβαιναν και στριφογύριζαν στον αέρα με θέσεις στο φουστάνι μιας μπαλαρίνας όπου καθόσουν διπλοκλειδωμένος όση ώρα διαρκούσε ο τρελός χορός της και καταχτυπούσε το φουστάνι της σε σημείο που νόμιζες ότι θα εκτοξευτείς και θα γίνεις κομματάκια στο έδαφος.
Μπήκαν σε όλα. Ο Γιάννης την κράταγε σφιχτά και στρίγγλιζαν και οι δυο κάθε φορά που ένοιωθαν να είναι «στην κόψη του ξυραφιού».
Όταν τελείωσαν τα εισιτήρια για τα παιχνίδια του Λούνα Παρκ και κατέβηκαν στη γη, ο Γιάννης τη ρώτησε αν νοιώθει λίγο καλύτερα.
-Νοιώθω κάπως,σαν να «άδειασε» λίγο η αγωνία μου,είπε σιγά η Δάφνη.
-Πάμε κάπου να νοιώσεις πόσο γλυκιά είναι η ζωή! είπε ο Γιάννης κι εκείνη τον κοίταξε παραξενεμένη.
Πέρασαν απέναντι τη λεωφόρο και την οδήγησε σε μια ζεστή καφετέρια.
Κάθισε μαζί της στριμωχτά σε ένα διθέσιο καναπέ και παρήγγειλε καφέ και λουκουμάδες.
Η Δάφνη καθόταν αμέτοχη,σαν να έβλεπε μια ταινία,όπου παρακολουθούσε χωρίς ενθουσιασμό,τη ζωή κάποιων άλλων.
Η σπίθα που άστραψε για λίγο στο βλέμμα της στο λούνα Παρκ έσβησε πάλι.
Ο Γιάννης χωρίς να της μιλάει άρχισε να της ταΐζει μικρά κομματάκια από τους λουκουμάδες βουτηγμένα στο μέλι.
Στην αρχή έκλεινε πεισματικά το στόμα της,μετά όταν εκείνος επέμενε,άρχισε να τρώει.
Κάθισαν περίπου μια ώρα εκεί χωρίς να συζητήσουν τίποτα για τον καρκίνο. Ο Γιάννης συνέχεια οδηγούσε τη συζήτηση στα παιδικά τους χρόνια.
Τη ρωτούσε συνέχεια διάφορες λεπτομέρειες και της έλεγε κι αυτός διάφορα περιστατικά από την παιδική του ηλικία.
Όταν τους έβλεπες από μακριά,έμοιαζαν σαν ένα οποιοδήποτε ζευγάρι που πέρναγε ένα ξέγνοιαστο χαλαρό απόγευμα.
Ποτέ δεν θα μπορούσες να πιστέψεις,ότι ήταν δυο άγνωστοι,που ο ένας είχε παραιτηθεί και είχε αρχίσει κιόλας «να φεύγει» για πάντα κι ο άλλος τον τράβαγε επίμονα και πεισματικά πίσω στη ζωή.
Η Δάφνη σηκώθηκε απότομα.
-Θέλω να φύγω.
Ο Γιάννης σηκώθηκε κι έκανε νόημα στο γκαρσόνι να πληρώσει.
– Θα φύγουμε μαζί, είπε.
Βγήκαν και περπάτησαν μέχρι το αυτοκίνητο.
Η Δάφνη είναι «πολύ μακριά». Κλείστηκε πάλι στον εαυτό της.Πριν ξεκινήσουν για την επιστροφή,ο Γιάννης άρχισε να της μιλάει ήσυχα και ήρεμα.Την κοιτάζει στα μάτια και την αναγκάζει να τον κοιτάζει κι αυτή.
-Νομίζω πως δεν έχεις πολλές επιλογές.
Θα κάνεις ό,τι σου πούνε οι γιατροί σου και θα τα δεις ψύχραιμα τα πράγματα. Τόσοι και τόσοι άνθρωποι έχουν καρκίνο… εξ’άλλου παίζει ρόλο και τι καρκίνος είναι… Πού τον έχεις;
-Στο στήθος.
-Η μητέρα σου ζει;
-Ναι, είναι μεγάλη και ζει στο χωριό.
-Με ποιον θα πας στο νοσοκομείο;
-Μόνη μου.
-Σε ποιο νοσοκομείο θα πας;
-Σ’ αυτό που πάνε οι καρκινοπαθείς!
Μπήκαν στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν αργά-αργά για την Αθήνα.
Σ’ όλο το δρόμο δεν μιλούσαν.Όταν έφθασαν κοντά στο σημείο που συναντηθήκαν,ο Γιάννης έκανε ακόμα μια ερώτηση:
-Πού δουλεύεις;
-Σ’ ένα υπουργείο…
-Σε ποιο;
-Όλα ίδια είναι…
-Και πού μένεις;
-Εδώ!
-Δώσε μου το τηλέφωνό σου.
-Όχι, δεν θέλω.
-Κάνε μου μια αναπάντητη, 69 τα κινητά,36 το κέντρο της Αθήνας,1821 η ελληνική επανάσταση και 31 για γούρι την πρωτοχρονιά!
Η Δάφνη δεν έκανε καμιά κίνηση και δεν μίλησε καθόλου.
Ξαφνικά, ανέβασε τη μπλούζα της μαζί με το σουτιέν, ψηλά, μέχρι το λαιμό, γύρισε προς το μέρος του και είπε:
-Έτσι είμαι,έτσι να με θυμάσαι!
Μετά κατέβασε τα ρούχα της και στο πρώτο φανάρι άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω, πριν προλάβει ο Γιάννης να πει λέξη.Η κίνηση,το σούρουπο,οι ψιχάλες είχαν κάνει το δρόμο αδιάβατο.Την παρακολούθησε με το βλέμμα καθώς πέρναγε σβέλτα ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα και χάθηκε μες’ τα στενά του Φαλήρου,χωρίς να γυρίσει καν να τον κοιτάξει και αυτός δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Μια ανεμοδαρμένη γυναίκα που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά,πονεμένη και φοβισμένη έμεινε μαζί του τρεις – τέσσερις ώρες και εξαφανίστηκε, χωρίς να μάθει ούτε τ’ όνομά της.

ΣYNEXIZETAI