ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2.
Ο Γιάννης πηγαινοέρχεται κάθε μέρα στο γραφείο του.Μια βδομάδα έχει περάσει απ’ την παράξενη συνάντηση με την γυναίκα της παραλίας.Κάθε μέρα φέρνει στο νου του την αλλόκοτη συμπεριφορά της με το οργισμένο της περπάτημα και την οργισμένη αντίδραση της στο πλησίασμά του και αναρωτιέται πόσο χαμένη πρέπει να ένοιωθε, πόση πρέπει να ήταν η απόγνωσή της, για να μη βρει παρηγοριά στην αγκαλιά και τη φροντίδα των δικών της ανθρώπων αλλά να της φανεί πιο εύκολο, να δεχτεί τελικά μια ανθρώπινη αγκαλιά,από έναν άγνωστο.
Πόσο πιο εύκολο της φάνηκε,
Να πει σ’ έναν καινούργιο άνθρωπο,που δεν την ήξερε πριν,την καινούργια της ταυτότητα, αυτή του ανθρώπου που έχει καρκίνο,και να πιστεύει άραγε, ότι έτσι δεν χρειάζεται να χάσει στα μάτια του τίποτα από την παλιά της ακεραιότητα.
Άλλοτε κρεμάει τη σκέψη του πάνω της.
Πώς να ήταν πριν;Πώς να είναι,όταν είναι χαρούμενη,δυνατή,ευτυχισμένη;Γιατί είναι τόσο μοναχική;Είναι τόσο περήφανη ή τόσο πληγωμένη;Δεν έχει ανθρώπους που να την αγαπούν για να τη στηρίξουν;
Έχουν οι άνθρωποι διάθεση, χρόνο και ψυχικό σθένος να στηρίζουν κάποιον,ή θέλουν πάντα ανθρώπους χωρίς προβλήματα για να είναι διαθέσιμοι για αυτούς;
Και πόσο άνετα ένοιωθε μαζί της σαν να την ήξερε χρόνια,σαν να είχαν μοιραστεί πολλά μαζί.
Ήθελε να τη δει ξανά,ενάντια σε κάθε λογική.
Άλλοτε πάλι τη διώχνει απ’ τη σκέψη του,γιατί του φαίνεται παράλογο να ασχολείται με μια άγνωστη τόσο,που να του γίνεται εμμονή.
Ποιος όμως είναι αυτός που θα ορίσει το λογικό και το παράλογο στις ανθρώπινες σχέσεις και διαθέσεις;
Πάλι ξεφεύγει απ’ την πραγματικότητα πάλι κυνηγάει κάτι άπιαστο που δεν ξέρει ακριβώς τι είναι.
Έτσι κάπως έφτασε στα 46 του.Όλοι οι φίλοι του,οι παλιοί συμφοιτητές του και οι συνάδελφοί του,έκαναν σχέσεις,και άλλες σχέσεις.Κάποια στιγμή έκαναν οικογένειες και παιδιά και άλλαξαν στυλ και ύφος ζωής και έθεσαν νέες προτεραιότητες και άνοιξαν νέο κύκλο ενδιαφερόντων,κι αυτός, όλο κάτι ψάχνει,κάποια ψάχνει(;) που δεν υπάρχει.Κάτι ψάχνει και δε βολεύεται με τίποτα.
Η ζωή του περνάει με επαγγελματική εξέλιξη με εναλλαγές,ταξιδιών και ρουτίνας με ερωτικές σχέσεις οι οποίες συνήθως αρχίζουν με πρωτοβουλία κάποιας κοπέλας και τελειώνουν με πρωτοβουλία δική του.
Άλλες κοπέλες εισβάλλουν στη ζωή του με τρόπο που δεν του αρέσει. Θέλοντας μετά από κάποιο μικρό διάστημα να τον πάνε να γνωρίσει την οικογένειά τους και άλλες θέλουν απλά να περνάνε καλά, με ταξίδια, διασκέδαση και έρωτα, πράγμα που μετά από λίγο,αρχίζει δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα,να τον ενοχλεί και να δίνει ένα τέλος.
Ο Νοέμβρης έχει προχωρήσει και πλησιάζουν τα γενέθλιά του.Στην άκρη του μυαλού του, αναβοσβήνουν συνεχώς οι φράσεις:
«Τι ζωή ζεις;»
«Αδιάφορη.»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;» Και ξανά σαν να ακούει πολλαπλή ηχώ:
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
«Γιατί δεν την αλλάζεις;»
Μήπως αυτό του το είπε η λογική του κι όχι μια φοβισμένη αμαζόνα ένα συννεφιασμένο και βαρύ μεσημέρι του χειμώνα;
Ίσως η συνάντηση αυτή ήταν μια αφύπνιση που του έλεγε: «Κάνε κάτι για τη ζωή, γιατί είναι τόσο μικρή, για να είσαι τόσο δύσκολος…»
Περνάει ακόμα μια μέρα.
Σήμερα τ’ απόγευμα έκανε μια ανεξήγητα αργή βόλτα στην παραλιακή.Και βέβαια,δεν συνάντησε την οργισμένη δρομέα.
Πού να είναι άραγε,τι να κάνει, πώς τον παλεύει το φόβο της;
Γιατί Ο ΦΟΒΟΣ ήταν τώρα ο εχθρός της.
Όταν ήταν μικρός,μάζευε ζωάκια που έβρισκε φοβισμένα, ορφανά ή πληγωμένα και τα πήγαινε σπίτι του.Κυρίως αδέσποτα σκυλάκια και πεταμένα νεογέννητα γατάκια.Τα έκρυβε σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο κάτω από την εξωτερική σκάλα του σπιτιού του και τα τάιζε και τα γιάτρευε μέχρι να γίνουν καλά, μετά τα άφηνε να φύγουν.Αυτά δεν έφευγαν,έμεναν στην αυλή και τότε είχε να αντιμετωπίσει τις φωνές και τις φοβέρες της μάνας του,μέχρι την επόμενη φορά που θα γινόταν το ίδιο. Στο τέλος η μάνα του πίστεψε πως θα γίνει γιατρός και σταμάτησε να φωνάζει.
Τότε ήταν αληθινά ευτυχισμένος,ένοιωθε όμορφα όταν έκανε κάποιο πλάσμα να μη φοβάται και να μην υποφέρει, ήταν απ’ τις καλύτερες στιγμές της ζωής του, τις θεϊκές!
Γιατρός δεν έγινε.
Σπούδασε οικονομικά.Ως οικονομολόγος,λοιπόν,σε μια επιστήμη που δεν τον έκανε να νοιώσει ούτε χρήσιμος,ούτε αναγκαίος,έχασε την ικανότητα να αισθάνεται και να συναισθάνεται,να συμπονά και να «γιατρεύει» τα φοβισμένα πλάσματα. Είχε πολλά χρόνια να νοιώσει αυτή την πληρότητα,αυτή την ευτυχία.
Έχασε την ευαισθησία του,έχασε και τις στιγμές αυτής της ευτυχίας του,αλλά δεν το πρόσεξε,δεν του έλλειψε καν.
Ήδη εκεί στην αρχή της εφηβείας, που η «κανονικότητα» «απαγόρευε» τις πολλές ευαισθησίες και έπρεπε να μην ξεχωρίζεις για να ενταχθείς στην ομάδα,προχώρησε κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους και νόμισε πως πέρασε κι αυτό,μαζί με τα παιδικά του χρόνια.
Αργότερα η ίδια αυτή απρόσωπη, άχρωμη κι άοσμη δουλειά, ολοκλήρωσε τη μεταμόρφωσή του σ’ έναν «κατεψυγμένο» συναισθηματικά άντρα,που ζούσε ήρεμα και ψύχραιμα,έχοντας μια θαυμάσια εξέλιξη στον οικονομικό κλάδο σε διάφορες εταιρείες. Τα τελευταία δέκα χρόνια είχε γίνει οικονομικός διευθυντής στην εταιρεία του,με πολλά ταξίδια και αρκετά χρήματα.Προϋπολογίζοντας εισαγωγές και αγορές, μετρώντας τα οφέλη και τις ζημιές, κατανέμοντας τα βάρη ισομερώς και δημιουργώντας επιτυχή οικονομικά πλάνα με αποτέλεσμα η εταιρεία να κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις στα Βαλκάνια και την Νότια Ευρώπη, είχε γίνει απαραίτητος.
Στην εταιρεία ήταν πάντα κερδοφόρα η δράση του.
Στη ζωή είχε πάντα ελλείμματα, αλλά δεν το έψαχνε. Πίστευε ότι ήταν στα όρια του στατιστικού λάθους.
Και να’ σου τώρα,μια πληγωμένη,άγνωστη,ανεμοδαρμένη γυναίκα,τον έφερε τόσα χρόνια πίσω,ξύπνησε ένα κομμάτι του εαυτού του χρόνια ναρκωμένο και του θύμισε, πώς νοιώθεις, όταν ασχολείσαι με ανθρώπους κι όχι με αριθμούς!
Πέρασαν ακόμα δυο μέρες.
Φτάνοντας στο σπίτι του το μυαλό του είναι πάλι στην άγνωστη, όταν ακούει μια και μοναδική κλήση στο κινητό του.
Βλέπει έναν άγνωστο αριθμό,η ώρα είναι μια και μισή, ποιος άγνωστος μπορεί να τον καλεί αυτή την ώρα και γιατί;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3.
Ο Γιάννης λόγω της θέσης του στη δουλειά, αντιμετωπίζει τα προβλήματα άμεσα και αποφασιστικά.Τα πάντα λήγουν στην ώρα τους,με θετικό αποτέλεσμα για τον ίδιο και με το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και της πρωτοβουλίας των αποφάσεων.
Οι αναβολές και οι δισταγμοί δεν υπήρχαν στην συμπεριφορά του.
Κάλεσε αποφασιστικά τον αριθμό που έβλεπε στο κινητό του και περίμενε.Το τηλέφωνο χτύπησε μόλις, μισή φορά.
Μια άγνωστη φωνή το σήκωσε και του είπε χωρίς καμία εισαγωγή:
-Είμαι στο Νοσοκομείο,τη Δευτέρα θα χειρουργηθώ …
-Σε ποιο είσαι;
-…..στο ΑΙΓΛΗ….
Σαν να ήταν έτοιμος από πάντα,ρώτησε αυτόματα:
-Πώς σε λένε;
-Δάφνη Γαζή.
-Έρχομαι.
Έκλεισε το τηλέφωνο,φόρεσε πάλι τα παπούτσια του,πήρε το μπουφάν του και έφυγε κλειδώνοντας.Έφτασε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.
Πόσα χρειάζεται άραγε να ξέρεις για κάποιον,όταν αυτός πεθαίνει,και σου ζητάει να του απλώσεις το χέρι σου;
Πρέπει να περιμένεις τον εγκέφαλο να κατανοήσει,να αναλύσει,να μετρήσει,να ζυγίσει και μετά να αποφασίσει ή να απορρίψει ή να ανταποκριθείς;
Κι όταν ο άλλος δε ζητάει δανεικά,δε ζητάει εξυπηρέτηση,δε ζητάει ηδονή,ούτε αναγνώριση,ούτε σχέση,ούτε αφοσίωση ή διασκέδαση, αλλά ένα χέρι,ένα σωσίβιο,που θα αρπαχτεί για λίγο, για να μην παγώσει από το φόβο του και να συνεχίσει να υπάρχει;
Και τότε πρέπει να σκεφτείς;
Πρέπει να αμυνθείς;
Πρέπει να προφυλαχτείς;
Πρέπει να αρνηθείς;
Τι είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ;
Ο Γιάννης πάντως δεν σκεφτόταν τίποτα αυτή τη στιγμή.Οδηγούσε με βιασύνη και συνέπεια, χωρίς να κάνει καμία απολύτως εγκεφαλική διεργασία.
Το κουκούλι που είχε υφάνει τόσα χρόνια ο επιτυχημένος επαγγελματικά κύριος Διευθυντής γύρω του και κλεισμένος και προστατευμένος ο Γιάννης εκεί, περνούσε αναίμακτα τη ζωή του,το είχε σπάσει με μια οργισμένη κλωτσιά μια απελπισμένη γυναίκα και τώρα μια ανεξέλεγκτη δύναμη τον τράβαγε προς αυτήν.
Το αυτοκίνητο έφτασε και μπήκε στο απέραντο παρκινγκ του Νοσοκομείου. Ο Γιάννης κατέβηκε και προχώρησε αποφασιστικά προς το ασανσέρ, χωρίς να κοιτάξει πουθενά και χωρίς να σταθεί στις πληροφορίες.
Η ώρα ήταν περασμένη και μόνο κάποιος που έχει την άνεση και την άδεια να μπαινοβγαίνει εκεί θα φερόταν έτσι, όλοι οι υπόλοιποι, θα έπρεπε να πειθαρχήσουν στους κανόνες του επισκεπτηρίου.
Ο φύλακας παρότι απασχολημένος με την τηλεόρασή του, σηκώθηκε και του έκανε νόημα να πλησιάσει ευγενικά.
Ο Γιάννης δεν είχε επιλέξει καμία αντίδραση, ούτε μπορούσε να αυτοσχεδιάζει, ή να παραφουσκώνει τους άλλους με πειστικά ψέματα για να πετύχει το σκοπό του. Δεν ήταν τέτοιος χαρακτήρας .
Πλησίασε λοιπόν, έβγαλε την ταυτότητά του, την άφησε στο γκισέ και κοιτώντας επίμονα τον άνθρωπο στα μάτια, του είπε με την πιο επίσημη και Διευθυντική του φωνή:
-Είναι πολύ σοβαρή η κατάσταση, είναι μεγάλη ανάγκη να ανέβω για λίγο!
Ο φύλακας πήρε κάπως αμήχανα την ταυτότητα,τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και τόλμησε να ρωτήσει ευγενικά:
-Πού πηγαίνετε;
-Δάφνη Γαζή, απάντησε αποφασιστικά ο Γιάννης.
Ο άνθρωπος κοίταξε στα βιβλία του και κάπως μαλάκωσαν τα χαρακτηριστικά του.
-Μεταφέρθηκε στο 303 στον 3ο, του είπε σιγά. Θα πρέπει όμως να φύγετε σύντομα.
-Μείνετε ήσυχος, ευχαριστώ πολύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4.
Όταν έσπρωξε την κλειστή πόρτα, είδε μια κοπέλα ξαπλωμένη, να κοιμάται μόνη της στο δωμάτιο. Άλλο κρεβάτι δεν υπήρχε. Η κοπέλα στο ημίφως του Νοσοκομείου δεν έμοιαζε με την πεισματάρα οργισμένη -τρομαγμένη γυναίκα, που έτρεχε να ξεφύγει απ’ την αρρώστια που την βρήκε και την απειλούσε τόσο αναπάντεχα. Έδειχνε μια κοπελίτσα, μικρότερη από ό, τι την θυμόταν που κοιμόταν ανυπεράσπιστη, χωρίς καθόλου να λαμπιρίζει επάνω της το αστέρι του θανάτου.
Ο Γιάννης προχώρησε αθόρυβα και στάθηκε να την κοιτάζει, αμέσως η κοπέλα, σαν κάποιος να την ειδοποίησε, άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε.
-Γεια.
-Γεια, γιατί είσαι εδώ σήμερα, αφού θα χειρουργηθείς τη Δευτέρα; Κάνεις εξετάσεις;
-Τις έκανα τις εξετάσεις… Ήθελα να προετοιμαστώ… να το πάρω απόφαση … πήρα άδεια απ’ τη δουλειά… δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν και να αρχίσουν να με λυπούνται, να με κοιτάνε με κείνο το βλέμμα ….
Μετά έβαλε τα κλάματα.
-Δηλαδή δεν είναι υποχρεωτικό να μείνεις μέσα; συνέχισε ο Γιάννης
-Όχι πρέπει να είμαι εδώ μεθαύριο το βράδυ.
-Νοιώθεις καλά;
-Τόσο καλά που σκέφτομαι μήπως κάνουν λάθος…
Έβαλε το χέρι της στο στήθος και :
-…αν δεν το έπιανα… δεν θα το πίστευα…
-Σήκω,ντύσου,πάμε να φύγουμε και έρχεσαι μεθαύριο!
-Μα.. . έκανα «το μισό δρόμο» πια…
-Αν είχες κάνει το μισό δρόμο,δεν θα έπαιρνες τηλέφωνο. Χρειάζεσαι δύναμη για να κάνεις αυτή την επέμβαση! Δεν φτάνει να κάνεις τις εξετάσεις και να πάρεις άδεια απ’ τη δουλειά!
Πρέπει να προετοιμαστείς.Πάμε!
Η Δάφνη σηκώθηκε πήρε τη βαλιτσούλα της απ’ το ντουλάπι,έβαλε πάνω απ’ τις πιζάμες ένα φουσκωτό μακρύ μπουφάν της και τον κοίταξε λίγο αβέβαια.
Ο Γιάννης περπάτησε αποφασιστικά προς την πόρτα. Κάλεσε το ασανσέρ,και έφτασαν στο ισόγειο. Προχώρησε προς τον γκισέ με τις πληροφορίες και είπε στο φύλακα:
-Θα γυρίσουμε την ημέρα που πρέπει, έχει συνεννοηθεί με το γιατρό να μείνει σπίτι ως τότε.
Ο αθώος φύλακας του έδωσε την ταυτότητά του,ανακουφισμένος που «η παρανομία» στη βάρδια του έπαιρνε τέλος.
Ο Γιάννης και η Δάφνη προχώρησαν και μπήκαν στο αυτοκίνητο.
Στη διαδρομή δεν μίλαγαν,μόνο όταν ο Γιάννης έστριψε και άφησε τον κεντρικό δρόμο, η Δάφνη βγήκε απ’τις σκέψεις της και τον κοίταξε.
-Πού πηγαίνουμε;
-Σπίτι μου,πάμε, είναι αργά και κάνει κρύο, πρέπει να είσαι μέσα,ζεστή και προφυλαγμένη
-Να πάω καλύτερα σπίτι μου;
-Σπίτι σου,θα αντιμετωπίσεις όλα αυτά που δεν θέλεις και εγώ έχω να ρυθμίσω απ’ τον υπολογιστή μου μερικά θέματα της δουλειάς.
-Τι δουλειά κάνεις;
-Οικονομικός Διευθυντής σε μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία .
-Διευθυντής; Είσαι μεγαλοστέλεχος δηλαδή;
-Ναι.
-Λες αλήθεια;
-Ναι .
Το κοίταξε με έκπληξη και δεν μίλησε.
-Δεν φαίνομαι; Δεν είμαι τόσο καλοντυμένος ή δεν είμαι τόσο ατσαλάκωτος; Δεν σε πείθω;
-Δεν έχεις αυτό το ύφος… που θα έπρεπε…! Καλά, υπάρχουν μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα;
– Ε, κάποιες υπάρχουν.
-Ταξιδεύεις;
-Συνέχεια. Θέλεις να έλθεις;
Η Δάφνη τον κοίταξε με απορία.
-Πού;
-Στα ταξίδια!
-Πότε;
-Μετά που θα ξεφορτωθείς τον καρκίνο!
-Γιατί;
Γιατί θα είναι ωραία. Θα γνωριστούμε! Ξέρεις στα ταξίδια, ο καθένας αφήνεται ελεύθερος, είναι χαλαρός και ήρεμος. Έχεις ταξιδέψει;
-Λίγο,δεν έτυχε.
-Πόσων χρονών είσαι;
-Τριάντα πέντε.
-Και δεν έχεις ταξιδέψει; Τα επόμενα χρόνια πρέπει να πάρεις το αίμα σου πίσω!
-Εσύ πόσο είσαι;
– Σαράντα έξι,σχεδόν! Αλλά ταξίδεψα πολύ,κυρίως μόνος μου ως τώρα. Θέλεις να ταξιδέψουμε μαζί;
-Προσπαθείς να με κάνεις να πιστέψω πώς θα ζήσω ή θέλεις να με βάλεις να σκέφτομαι κάτι άλλο;
-Τίποτα από αυτά. Θα κάνεις την επέμβαση και θα πάμε στην Ολλανδία. Δεκαήμερο ταξίδι.
Θα έχεις έτσι κι αλλιώς την αναρρωτική άδεια, θα αναρρώσεις στα αλήθεια.
Η Δάφνη κοίταζε έξω και δεν μιλούσε.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και ο Γιάννης ξεκίνησε να βγει.
-Εδώ είμαστε!
Η Δάφνη πριν βγει τον έπιασε απ’ τον ώμο και τον σταμάτησε.
-Ακόμα και με τον καρκίνο, είναι πολύ βιαστική αυτή η γνωριμία… δεν είμαι έτσι εγώ…
– Δάφνη δεν έχουμε τα χρονικά περιθώρια για να γνωριστούμε φυσιολογικά!
Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα παραπάνω, από ανθρώπινη αλληλεγγύη, μόνο απ’ τον καρκίνο πρέπει να φυλαχθείς αυτή την στιγμή.
Μετά βγήκε έξω, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου,της άνοιξε,πήρε το βαλιτσάκι και την οδήγησε στην πολυκατοικία που έμενε.
Η Δάφνη ακολουθούσε σαν ένα μικρό ορφανό γατάκι,που απέναντί του είναι ένας μεγάλος εχθρικός σκύλος κι απ’ την άλλη ένας άγνωστος άνθρωπος. Ακούει τα απειλητικά γαβγίσματα του σκύλου, βλέπει τα κοφτερά και μυτερά του δόντια και τελικά επιλέγει να πάει προς τον άνθρωπο, ελπίζοντας ότι είναι λιγότερο θηρίο από το σκύλο.
Είναι;
Όταν ανέβηκαν στο διαμέρισμα και μπήκαν στο σπίτι, η Δάφνη δεν ένοιωθε άνετα κι αυτό φαινόταν. Κάθισε άκρη- άκρη στον καναπέ χωρίς να βγάλει το τεράστιο μπουφάν της και χωρίς να κοιτάξει καθόλου γύρω της. Νόμιζες που περιμένει κάποιον,να περάσει να την πάρει να φύγουν.
Ο Γιάννης είπε ήσυχα:
-Είναι αργά και είσαι σε προετοιμασία για εγχείριση, θέλεις να κοιμηθούμε και να τα πούμε αύριο, έχουμε καιρό ως τη Δευτέρα, να συζητήσουμε και να ηρεμίσεις, έ;
-Δεν μπορώ να κοιμηθώ, δεν μπορώ να φέρομαι σαν να μην έγινε τίποτα.
Έγινε! Έγινε κάτι που αλλάζει τα πάντα,αλλάζει τη ζωή μου ολόκληρη,ποτέ πια δεν θα γίνουν τα πράγματα όπως ήταν πριν, μπορεί και να πεθάνω!
Άρχισε να κλαίει γοερά. Καθόταν εκεί στην άκρη του καναπέ σφιγμένη στο μπουφάν της και έκλαιγε. Τα μάτια της ήταν ήδη πρησμένα που έδειχνε ότι τα καινούρια κλάματα, είχαν έρθει πάλι να προστεθούν σε προηγούμενα, όμως αυτή δεν έδειχνε να έχει κουραστεί να κλαίει που σημαίνει πως δεν το’χε πάρει απόφαση, δεν το είχε χωνέψει, αυτό που της έτυχε.
Ο Γιάννης πήγε κι έκατσε δίπλα της την έπιασε από τους ώμους, άρχισε ασυναίσθητα να την κουνάει πέρα δώθε όπως κουνάς ένα δύσκολο μωρό για να κοιμηθεί. Η Δάφνη συνέχισε να κλαίει αλλά σιγά-σιγά ηρέμησε..
Μετά βάλθηκε πάλι να του εξηγεί,ότι δεν μπορεί να σου συμβαίνει κάτι τέτοιο στα καλά καθούμενα, χωρίς να καπνίζεις, χωρίς να έχει πάθει καρκίνο κανένας στην οικογένειά σου, χωρίς να φταις σε τίποτα, χωρίς να το προκαλέσεις… και να πρέπει να το δεχτείς σαν να είναι φυσιολογικό, να το δεχτείς χωρίς να έχεις τι δικαίωμα να διαφωνήσεις…
Σ’ αυτό το σημείο, ξανάρχισε να κλαίει πάλι και να φωνάζει. «Είναι άδικο, είναι άδικο, δεν θέλω να μου συμβαίνει, δεν θέλω να το δεχτώ δεν θέλω να έχω καρκίνο, ακόμα κι αν χειρουργηθώ και όλα πάνε καλά! Δεν θέλω να μου συμβαίνει!»
Ο Γιάννης την άφηνε να ξεσπάει χωρίς να της μιλάει.
Κανείς δεν ξέρει ποια εμπειρία ή ποιο ένστικτο,τον οδηγούσε να μη χρησιμοποιεί την ακαταμάχητη ανδρική λογική,με τα επιχειρήματα, τα ποσοστά και τους αλγόριθμους που μόνο σε βαθύτερη απελπισία μπορούσαν να σπρώξουν τη Δάφνη αυτή τη στιγμή. Την άφηνε να περνάει τα στάδια: του θυμού, της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και της αποδοχής της δύσκολης ασθένειας, με ταχύτητα, – γιατί ο χρόνος που είχε ήταν περιορισμένος- και με διάφορες μικρές παραλλαγές ή τροποποιήσεις, γιατί προφανώς, κανένας ασθενής δεν ακολουθούσε με μαθηματική ακρίβεια το σχεδιασμό των ψυχιάτρων.
Κάποια στιγμή σταμάτησε να κλαίει και κάθισε αμίλητη κι ακίνητη δίπλα του. Δεν μιλούσαν, μόνο ανέπνεαν και ο καθένας ταξίδευε στο δικό του πέλαγος .
Ο Γιάννης αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή και είπε ήρεμα:
-Πάμε για ύπνο. Σου έδωσαν να πάρεις κάποιο φάρμακο για τον ύπνο;
-Ναι αλλά δεν το θέλω, θα κοιμηθώ μόνη μου.
Προχώρησε στην τουαλέτα όπως ήταν,με το μπουφάν της,(θαρρείς και ήταν το σωσίβιο στη φουρτούνα της) και όταν βγήκε περιεργάστηκε το υπνοδωμάτιο.
-Πού έχεις ρούχα; θα κοιμηθώ στον καναπέ, δήλωσε και προχώρησε στο σαλόνι.
Ο Γιάννης χωρίς σχόλια, της έφερε σεντόνια μαξιλάρι κι ένα πάπλωμα.
Η κοπέλα έστρωσε πρόχειρα στον καναπέ.
-Καληνύχτα, είπε και ξάπλωσε.
-Αν χρειαστείς κάτι θα με ξυπνήσεις έτσι;
-Εντάξει. Και αμέσως ανασηκώθηκε ανήσυχη: -Μπορείς να κοιμηθείς με άλλον στο σπίτι;
-Θα δούμε, απάντησε ήσυχα ο Γιάννης. Αν δεν τα καταφέρω, θα σε ξυπνήσω να φύγεις!
Την κοίταξε κοροϊδευτικά, έσβησε το φως και πήγε στο μπάνιο.
Καθυστέρησε σκόπιμα και όταν βγήκε, η Δάφνη κοιμόταν. Το μπουφάν της ήταν αφημένο δίπλα της στην καρέκλα.
Έβλεπε ή μάλλον άκουγε έναν άνθρωπο να κοιμάται στο σπίτι του και αυτό για πρώτη φορά του δημιουργούσε μια ηρεμία, μια εσωτερική γαλήνη, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα που δεν ήξερε πώς να το ονομάσει, ούτε πού να το εντάξει και το οποίο δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει σύμφωνα με τις υπάρχουσες συνθήκες.
Ξάπλωσε και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, όμως η ώρα ήταν πολύ περασμένη και η κούραση νίκησε γρήγορα τις σκέψεις.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ