Ψύλλοι στ’ άχυρα.

Εκεί στον Πόρο που είναι το Κέντρο νεοσυλλέκτων, μετά από κάποιο ορισμένο αριθμό ημερών εκπαίδευσης, υπάρχει μια μέρα επισκεπτηρίου, μπορεί και δύο, πριν την ορκωμοσία των ναυτών.
Καταφθάνουν λοιπόν γονείς, αδέλφια, ξαδέλφια, φίλοι, κοπέλες, ενίοτε και όλοι αυτοί μαζί για να δουν τον ίδιο ναύτη.
Τον αναγνωρίζουν αμέσως, ανάμεσα σε εκατοντάδες ομοιόμορφα κουρεμένους, ξυρισμένους ή διακριτικά γενειοφόρους ναύτες, (όπως ο πιγκουίνος τον σύντροφό του ανάμεσα στις χιλιάδες όμοιους πιγκουίνους , στο σχετικό έργο).
Τον αγκαλιάζουν, τον φιλάνε, τον κοιτάζουν με προσοχή, με λαχτάρα, με αγάπη. Του φέρνουν ό, τι έχει ζητήσει.Έξτρα ρούχα και μικροπράγματα, που θα «μαλακώσουν» λίγο τη νέα κατάσταση και τον βομβαρδίζουν συνέχεια με ερωτήσεις για κάθε πτυχή της νέας του εμπειρίας.
Αυτός πάλι έχει ένα ύφος που λέει: «Με λένε Πέτρο, Κώστα, Νίκο, Τάσο κλπ και είμαι καλά!»
Δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος, αυτός που έφυγε πριν από 20 ή 35 ημέρες.
Ακόμα και η πιο ελαφριά εκδοχή εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την απομόνωση από ό, τι του έδινε ασφάλεια ως χθες και τη στέρηση της ελευθερίας για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του, τον έχουν αλλάξει.
Το βλέπεις στο βλέμμα του, στο ύφος του.
Προσπαθεί να κρατηθεί εκεί που ήταν χθες, μόνος του στο στρατόπεδο, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, όταν έλειπαν όλοι, και να μην μετακυλήσει στην ασφάλεια, τη θαλπωρή και την τρυφερότητα που έφεραν μαζί τους οι δικοί του άνθρωποι.
Από την άλλη πάλι, έχει ανάγκη να αφεθεί σε όλα αυτά, που του θυμίζουν ποιος είναι, πόσο τον αγαπούν, πόσο τον υπολογίζουν και πόσο σημαντικός είναι γι αυτούς, ώστε να συνεχίσει να αντέχει/υπομένει/αντιμετωπίζει/ξεπερνάει ανώδυνα/ τις διάφορες συμπεριφορές/φωνές/αυθαιρεσίες/παράλογες αποφάσεις/τιμωρίες/εξαντλητικές βάρδιες/ισοπέδωση κλπ., που θα συνεχίσουν να του συμβαίνουν μέχρι να τελειώσει αυτό το υπέροχο διάστημα της ζωής του που λέγεται στρατιωτική θητεία ή επί το πατριωτικό-τερο «υπηρετώ την πατρίδα».
Αυτό που σου κάνει εντύπωση είναι το γεγονός ότι οι υπόλοιπες εμπειρίες που έχει προηγουμένως , (ταξίδια, σπουδές, σχέσεις, διακοπές, δουλειές), είναι σαν να έχουν μπει σε βαθειά κατάψυξη και δεν παίζουν κανένα ρόλο σε αυτό το συγκεκριμένο βλέμμα, που είναι το μετέωρο βλέμμα του μη πολίτη, του μη ελεύθερου.

Όταν λοιπόν τελειώσουν οι αγκαλιές και οι συγκινήσεις, όλοι μαζί, ναύτες και επισκέπτες, περπατούν στην παραλία.
Το χειμώνα το νησί δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα του καλοκαιριού. Αέρας κρύος φυσάει δυνατά, ο ντόπιος κόσμος είναι στα σπίτια του (Κυριακή μεσημέρι σχεδόν) και η μόνη ζωή που υπάρχει, είναι από αυτό το πλήθος που πηγαινοέρχεται μέχρι να καθίσει σε κάποιο από τα τρία τέσσερα μαγαζιά που είναι ανοιχτά, επειδή ξέρουν για το επισκεπτήριο των ναυτών και περιμένουν προετοιμασμένα, αυτούς ακριβώς τους πελάτες.
Εκείνη την ώρα λοιπόν, βλέπεις κάτι ναύτες που περιφέρονται μόνοι τους στην παραλία.
Κάποιοι δεν είναι καν σε παρέες με άλλους ναύτες, είναι ένας, ένας.
Συνήθως κάθονται σε κάποιο παγκάκι και δείχνουν ότι είναι απασχολημένοι με το κινητό τους.
Δεν μιλάνε. Απλώς κάτι κοιτάζουν.
Τι; Πιθανότατα τίποτα.
Απλώς σκοτώνουν την ώρα τους.
Αν περάσεις μετά από λίγο είναι ακόμα εκεί. Ακόμα κοιτάζουν το κινητό τους.Δεν σε κοιτάζουν ποτέ. Δεν θέλουν να τους δεις καθόλου. Μπορεί να περάσουν δύο ώρες, να έχεις φάει και να πηγαίνεις για κάποια βόλτα ή για καφέ κι αυτοί εκεί, να τριγυρνούν στην ανεμοδαρμένη και κρύα παραλία.
Στα μαγαζιά δεν μπαίνουν για φαγητό, ούτε καν τραπέζι δεν υπάρχει γι αυτούς έτσι μόνοι που είναι. Τρώνε κάτι πρόχειρο στο χέρι, συνήθως σουβλάκια και περιμένουν να περάσει η ώρα του επισκεπτηρίου για να γυρίσουν στη μόνη «θαλπωρή» που έχουν. Στο στρατόπεδο. (Η έξοδος είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ, οι πόρτες κλειστές και η επιστροφή ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ πριν την ορισθείσα ώρα).
Τα παιδιά αυτά δεν έχουν επισκεπτήριο. Οι γονείς τους και οι δικοί τους μπορεί να είναι στη Χίο ή στη Θεσσαλονίκη ή στην Θράκη και είναι μάλλον αδύνατο να διασχίσουν την Ελλάδα για να τους δουν 5-6 ώρες.
Ποιος ξέρει μπορεί να το θεωρούν περιττό, στο κάτω κάτω, πήγαν σε ένα στρατό που είναι κολέγιο πια(!) σε σχέση με τη δική τους εμπειρία. «Άσ τους να σκληραγωγηθούν, να γίνουν άντρες!»
Αλήθεια αυτή είναι η συνταγή για τους άντρες;
Άλλοι πάλι, οι περισσότεροι φαντάζομαι, θα ήθελαν αλλά δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθουν σε μια τόσο δαπανηρή επίσκεψη. (Εισιτήρια, αγορές πραγμάτων, φαγητά, καφέδες κλπ.)
Οι οικονομικές δυσκολίες έχουν διεισδύσει σε κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων και δημιουργούν συνεχώς εκατομμύρια μικρές και μεγάλες συνέπειες και δεν σταματούν σε αυτές που γίνονται πρώτη είδηση στα κανάλια.
Υπάρχουν βέβαια και οι έμποροι γύρω από τους στρατευμένους, όπως παντού.
Αυτοί που ανεξαρτήτως οικονομικής/κοινωνικής/πολιτικής κατάστασης, δεν χάνουν την ευκαιρία να εμπορευτούν τη γέννησή μας, την αρρώστια μας, τη χαρά μας, τη λύπη μας, το θάνατό μας και τη μοναξιά μας βέβαια. Αυτοί , όταν πρόκειται για επισκεπτήριο, θα κουβαλήσουν μια καραβιά κοπέλες συνήθως αλλοδαπές και έτσι ανακατεύονται κι αυτοί στον κόσμο της μοναξιάς των ναυτών, επιδιώκοντας το χρήμα που είναι το μόνο που τους αφορά.
Η Χαρούλα Αλεξίου τον «τραγούδησε» τον φαντάρο, εδώ και πολλά χρόνια και μίλησε για τη μοναξιά του και τον κάλεσε στην παρέα της .
Αλλά τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά στη ζωή , διότι ο μοναχικός ναύτης/φαντάρος, δεν είναι ένας ή δυο, για να τον καλέσεις και να τον κεράσεις και οι σχέσεις και οι αντιδράσεις επίσης, δεν είναι στην πραγματικότητα όπως εύκολα και απλά περιγράφονται σε ένα λαϊκό τραγούδι.
Και έτσι έρχεται μια στιγμή που νοιώθεις άβολα, που είσαι εκεί και υπογραμμίζεις με την παρουσία σου τόσο πολύ την απουσία των άλλων.
Και για άλλη μια φορά γυρίζεις στο αγαπημένο σου θέμα.
Τι είναι πολιτικό και τι όχι.
Τι είναι ιδιωτική πρωτοβουλία και τι κοινωνικό κράτος.
Τι ρόλο παίζει η τοπική αυτοδιοίκηση σε όλα αυτά.
Και γιατί ο κάθε Δήμαρχος για να επανεκλεγεί θα πρέπει να μην πηγαίνει κόντρα στους καταστηματάρχες και στο κέρδος τους .
Και πόσο κόντρα θα πήγαινε ο κάθε Δήμαρχος που έχει στην πόλη του κέντρο νεοσυλλέκτων στην τελική, αν έφτιαχνε ένα χώρο πολλαπλών χρήσεων ,που θα είχε, μερικούς καναπέδες και τραπεζάκια, πέντε έξι υπολογιστές, λίγο μουσική, ένα δημοτικό ,προσιτό σε τιμές κυλικείο, μέρος για να φορτίσεις το τηλέφωνό σου, θέρμανση και πέντε πραγματάκια σε πάμφθηνες τιμές, όπως μάλλινες κάλτσες, λίγα εσώρουχα λίγα προσωπικά απαραίτητα είδη και δυο, τρία άλλα που δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα;
Μήπως θα σταματούσαν να πηγαίνουν οι γονείς και οι φίλοι όσων δύνανται και επιθυμούν;
Μήπως δεν θα πήγαιναν στα ανοιχτά μαγαζιά για φαγητό και καφέ όσοι έχουν την δυνατότητα;
Τίποτα από όλα αυτά. Απλώς οι φαντάροι και οι οικογένειές τους δεν ψηφίζουν σε αυτές τις πόλεις.
Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα όφελος/κέρδος για τη δημοτική αρχή, για μια τέτοια κίνηση.
Επιπλέον κανείς, «αρμόδιος;» «υπεύθυνος;», «λαικός άρχων;» δεν ξέρω πώς να τον ονομάσω, δεν σκέφτεται,ούτε βλέπει καν, κάποιους στρατευμένους που τριγυρίζουν στο επισκεπτήριο, χωρίς επισκεπτήριο, εδώ κι εκεί.Γιατί δεν έχουν «εκπαιδευτεί» να βλέπουν,τις ανάγκες των ανθρώπων. Αδιαφορούν.Δεν έχουν εκλεγεί για να καλύπτουν ανάγκες,καριέρα κάνουν.
Φεύγοντας και αποχαιρετώντας το ναύτη σου,εσύ ο απλός γονιός, βλέπεις μια σειρά από σκούρες στολές να περιμένουν πριν την ώρα τους έξω από την πύλη, να ανοίξει ο σκοπός και να μπουν μέσα…
Είναι κάτι παιδιά που όπως τα σπουργίτια, έκαναν μια βόλτα στην ελευθερία και επέστρεψαν.