Μαγειρεύοντας γεμιστά με ρύζι, χωρίς κιμά…

Αποφάσισα να φτιάξω τα πρώτα γεμιστά του καλοκαιριού. Συγκεντρώνω τα υλικά στον πάγκο: 5-6 ντομάτες, κόκκινες ώριμες και φιλικές προς το χρήστη, 5-6 πιπεριές, μικρές πράσινες και όσο το δυνατόν να θυμίζουν καθημερινές, φυσιολογικές, αληθινές, εργαζόμενες ή άνεργες αλλά κυρίως σκεπτόμενες γυναίκες , όχι σιλικονούχες σταρ και τοπ μοντελ, 6-8 μελιτζάνες, όσο γίνεται μικρές και συμμαζεμένες, φλάσκες ή τσακώνικες, αλλά οπωσδήποτε σκούρου μωβ χρώματος, 15-20 κληματόφυλλα, μικρά σε μέγεθος και φρεσκοκομμένα και άλλους τόσους κολοκυθανθούς. Σε μεγάλη περιπέτεια πάω να μπλέξω, το ξέρω, γιατί κάθε καλοκαίρι αυτό το σπορ το κάνω μια φορά περίπου κάθε 8-10 μέρες και έχω επίγνωση του πεδίου των επιχειρήσεων. Ένας διάβολος της ευκολίας μου ψιθυρίζει με επιμονή : «Οι τσιπούρες θα ψηθούν σε μισή ωρίτσα και θα φαγωθούν αβασάνιστα με ωμή και βραστή σαλάτα λαχανικών» ή ακόμα χειρότερα: «Μια καρμπονάρα χιλίων θερμίδων ανά μερίδα, εύκολη, νόστιμη και πάραυτα καταναλωμένη χωρίς γκρίνιες, θα σου αφήσει ελεύθερες ώρες, να σερφάρεις στο internet ή να πας βόλτα στην παραλία» Εγώ συνεχίζω απτόητη, αγνοώντας τον. Έχουμε αντιμετωπίσει πιο δελεαστικές ζυμώσεις στη ζωή μας και μάθαμε να επιμένουμε στο σκοπό! Συγκεντρώνω για τη γέμιση: Το εσωτερικό από τις ντομάτες Δύο έως τρία ξερά κρεμμύδια Ένα ματσάκι (4-5 κλωνιά) μαϊντανό Ένα ματσάκι » » μάραθο (στην εμφάνιση μοιάζει με τον άνηθο,αλλά όταν τον τσακίσεις λίγο, μυρίζει κάπως σαν ούζο!) Ένα ματσάκι » » δυόσμο Δύο μέτρια καρότα Αλάτι ,πιπέρι, λάδι Δύο ή τρία φλιτζάνια του τσαγιού (όχι κούπες) Ρύζι μπλου ροζ Προαιρετικά, χυμό ντομάτας. Τα υλικά αυτά είναι για 20 περίπου γεμιστά, ή και περισσότερα, ανάλογα το μέγεθός τους. Όσα χωράει δηλαδή ένα ορθογώνιο ταψί κουζίνας, με στριμωγμένα ανάμεσά τους χωρίς να μπορούν να πάρουν καθόλου αναπνοή, τα ντολμαδάκια με τα κληματόφυλλα, (15-20 ) και σε μια γωνία του ταψιού, επίσης χωρίς ανάσα, στριμωγμένοι σαν Έλληνες τον καιρό της κρίσης, αλλά, ΠΡΟΣΟΧΗ, αξιοπρεπείς, οι κολοκυθανθοί ή αλλιώς κολοκυθοκορφάδες. Αφού τα πλένω όλα με μπόλικο τρεχούμενο νερό, (ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες) τα αραδιάζω στο ταψί, για να έχω μια εικόνα του τι χωράει και τι περισσεύει και αναλόγως αυξομειώνω ό τι χρειαστεί. Τα αμπελόφυλλα ζεματίζονται σε μια κατσαρόλα με ζεματιστό νερό στην κουζίνα για 5 -8 λεπτά έως ότου μαλακώσουν και μπορούν να τυλιχθούν. ΟΧΙ όμως οι ανθοί. Αυτοί δροσίζονται σε μια λεκανίτσα με κρύο νερό. Οι ντομάτες ανοίγονται και το εσωτερικό τους, (ψίχα και χυμός) συγκεντρώνεται ψιλοκομμένο σε ένα μεγάλο μπολ-τάπερ. Τα κρεμμύδια τρίβονται στον τρίφτη και μαζί με τα μυρωδικά (δυόσμο, μαϊντανό, μάραθο) ψιλοκόβονται και τα ρίχνω μέσα στο τάπερ με τη ντομάτα, προσθέτω δύο τριμμένα καρότα, λίγο λάδι, αλάτι και πιπέρι και το ρύζι άβραστο.Ανατεύω με ένα κουτάλι για να γίνει ένα κάπως εννιαίο μείγμα. Όλα τα υλικά τα κόβω στο χέρι και όχι στο multi γιατί η χειροποίητη δουλειά, γίνεται σιγά και ρυθμικά δίνοντας μια ελευθερία και ρυθμικότητα στο μυαλό μου ώστε να με αφήνει να σκέφτομαι ιστορίες και να δουλεύω ταυτόχρονα. Το διαφορετικό λοιπόν σήμερα, είναι ότι τα γεμιστά αυτά, θα τα κάνω χωρίς κιμά! Αυτό μπορεί να είναι απλό και συνηθισμένο για άλλους, για εμένα όμως είναι μια καινούργια εμπειρία και μάλιστα είναι το σπάσιμο μιας παράδοσης που ξεκίνησε απ΄τη γιαγιά μου και τηρήθηκε με ευλάβεια ως σήμερα. Η γιαγιά μου δήλωνε με έκδηλη περιφρόνηση σχετικά με τα γεμιστά: «Γεμιστά χωρίς κιμά; Μα να κάνω τόσο κόπο και να διαθέσω τόση ώρα και υλικά , για να φάμε στο τέλος, ρύζι με λαχανικά; Δεν τα ρίχνω όλα ανακατεμένα στην κατσαρόλα, λαχανικά και ρύζι να βράσουν ; Το ίδιο θα είναι!» Η άποψη αυτή με τα κατοχικά κατάλοιπα γύρω απ΄το κρέας, δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τη μητέρα μου αλλά το περίεργο είναι ότι την ακολούθησαν και οι νύφες της γιαγιάς και μετά πέρασε αβίαστα και σιωπηλά σε εμένα (όπως τόσες και τόσες συμπεριφορές, σκέψεις, συνήθειες, περνάνε στα παιδιά μας χωρίς να το καταλαβαίνουν ούτε αυτά ούτε εμείς) για αρκετά χρόνια! Αυτή η γιαγιά λοιπόν, ζούσε στην Ύδρα σε ένα σπίτι πέτρινο (κερέσμπινο το έλεγε η ίδια) και γέννησε και μεγάλωσε εννέα παιδιά! Πώς γεννάς εννέα παιδιά; Πώς είσαι σαν άνθρωπος, σαν γυναίκα, όταν εγκυμονείς 81 μήνες στη ζωή σου; (9 παιδιάχ9 μήνες) 81 μήνες είναι περίπου επτά χρόνια! Και να έχεις κέφι να φτιάχνεις και γεμιστά! Για δέκα ή έντεκα άτομα μεσημέρι και βράδυ! Πόσα γεμιστά να έφτιαχνε; Και τι να σκεφτόταν; Τι έκαναν όλα αυτά τα παιδιά τις δυο δυόμιση ώρες που την απασχολούσε η προετοιμασία αυτού του φαγητού; Γιατί έκανε τόσα παιδιά; Της άρεσε η διαδικασία όπως λέει και το ανέκδοτο; Μπα, είχε άλλους λόγους σχετικούς μάλλον με τα υπαρξιακά της, που πάντα υπήρχαν, ακόμα και εκατό χρόνια πριν, σε ένα σπίτι πέτρινο, με ψηλό μοναστηριακό τοίχο και σιδερένια διπλή μαύρη πόρτα με αμπάρα. Σε ένα σπίτι που απ΄τα κλειστά του τζάμια, καθόσουν ώρες και μέρες και μήνες ατελείωτους και το μόνο που έβλεπες ήταν η θάλασσα. Απ τη μια μεριά, απ΄την άλλη ήταν το βουνό. «Όταν περπατήσει το παιδί, δεν είναι πια μωρό και σπίτι χωρίς μωρό, δεν έχει νοστιμάδα!» έλεγε και κάθε δυο χρόνια γεννούσε κι ένα μωρό. Ίσως ο έρωτας να έδινε νοστιμάδα σε ένα σπίτι, αλλά που να τον βρεις τον έρωτα με άντρα καπετάνιο; Και μπορεί ο έρωτας να γεννηθεί σε ένα νησί σαν την Ύδρα, με αυτό το σκληρό, εξαντλητικό φως, να αστράφτει στις πέτρες, στα καλντερίμια, στα βράχια και στη θάλασσα; Μπορεί; Δεν θέλει ο έρωτας τις σκιές του για να ανθίσει; Δεν θέλει τις φυλλωσιές του για να κρυφτεί; Δεν θέλει τα δασάκια, τα αλσάκια, να ξαποστάσει; Και που να ανταλλάξεις ένα φιλί σε ένα τοπίο τόσο ξέξασπρο, τόσο φωτεινό, τόσο μαρτυριάρικο; Και μην σκεφτείτε τη Σοφία Λόρεν και την Έλλη Λαμπέτη, εδώ δεν μιλάμε για ταινίες, μιλάμε για ζωή αληθινή. Ο έρωτας λοιπόν ήταν ξενιτεμένος και οι γυναίκες ανέπτυσσαν την «αρρενωπή» τη σκληρή τους πλευρά. Έπαιρναν αποφάσεις, αγόραζαν και πουλούσαν, γεννούσαν χωρίς κανένας να τους συμπαραστέκεται και μεγάλωναν παιδιά χωρίς να περιμένουν τίποτα από κανέναν. Έκαναν βέβαια πιο γερές σχέσεις με συγγενείς με κουμπάρες και γείτονες, βασισμένες στις αμοιβαίες ανάγκες και ανέπτυσσαν αλληλεγγύη σιωπηλά και έμπρακτα. «Το μέσα τους» πάντως πάλευαν να το ημερέψουν με ό, τι μέσον είχαν, με ό, τι μπορούσαν. Άλλες με μωρά, άλλες με εργόχειρα, άλλες με την παρασκευή χιλιάδων αμυγδαλωτών, άλλες με την φροντίδα κήπων με δέντρα και λουλούδια και βέβαια με προετοιμασίες και αναμονές. Εν τω μεταξύ έχω ανοίξει, τις πιπεριές και έχω βγάλει τα σπόρια και τις μελιτζάνες και έχω αφαιρέσει την ψίχα τους χαράζοντας με μαχαίρι και σκάβοντας με ένα κουταλάκι του γλυκού. Μετά τις αραδιάζω όλες μαζί σε ένα ταψί ρηχό και λεπτό ή σε μια σχάρα και τις βάζω όπως είναι 5-8 λεπτά σε δυνατό φούρνο, να μαραθούν για να μην είναι σκληρές και να μην πειράζουν στο στομάχι. Μόλις ολοκληρωθεί κι αυτό το στάδιο, τις ξαναβάζω στο αρχικό ταψί ανοικτές και άδειες να περιμένουν το γέμισμα. Αυτή λοιπόν η ψηλή, αδύνατη, όμορφη Υδραία που κουβαλούσε κάτι απ’ τη Μπουμπουλίνα μέσα της αλλά και που και που, ανακάτευε στην κουβέντα της και λίγες Αρβανίτικες λέξεις, μαζί με όλο το νησί στα χρόνια της, αυτή λοιπόν που γέννησε και μεγάλωσε, (ανάθρεψε μάλλον πιο σωστά), εννιά παιδιά, αυτή που αρνιόταν να φτιάξει γεμιστά χωρίς κρέας, αυτή που πέρασε αρρώστιες και πόλεμο κι έθαψε δυο απ΄τα παιδιά της, αυτή που από αρχόντισσα κόρη και σύζυγος πέρασε δύσκολη κατοχή και πείνα, ( η Ύδρα δεν είχε ούτε καλλιεργήσιμη γη, ούτε κτηνοτροφία για να αντέξει, διότι τα έσοδά της και τα πλούτη της ήταν απ’ τους ναυτικούς της και σε καιρό πολέμου και κατοχής στέρεψε και πείνασε) Αυτή λοιπόν η ξεροκέφαλη Υδραία, που βρήκε τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα τον άντρα που ερωτεύτηκε τη μοναχοκόρη της και να του πει σκληρά ότι δεν του την δίνει, γιατί δεν είχε «τα μέσα» να την ζήσει όπως ζούσε στο σπίτι της, χωρίς να υπολογίσει τον έρωτά του. Αυτή η γυναίκα, είχε μια στέρνα στο σπίτι της. Στη στέρνα αυτή μαζευόταν το βρόχινο νερό και με ιδιαίτερο και περίτεχνο τρόπο καθαριζόταν και ήταν πόσιμο. Σε ένα νησί λοιπόν που δεν είχε υδροδότηση εκείνα τα χρόνια (αλλά και πολύ αργότερα) και υπέφερε από την έλλειψη νερού, αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό διότι κάλυπτε τις ανάγκες σου χωρίς να χρειάζεται να κουβαλάς νερό από εξωτερικά πηγάδια. Η στέρνα αυτή που ήταν μια κτιστή μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, ήταν πάντα, με τις σχετικές προσπάθειες, γεμάτη νερό. Κάλυπτε τις ανάγκες του σπιτιού σε πόσιμο νερό, πότιζε τον μεγάλο κήπο και έδινε ένα γόητρο επάρκειας και αυτονομίας στο μεγάλο πέτρινο σπίτι. Τα χρόνια πέρασαν αλλά η χρησιμότητα και η αίγλη της στέρνας έμεινε αμείωτη. Και ξαφνικά, η στέρνα άρχισε να στερεύει. Ανακατεύω τα υλικά μου στο μπολ –τάπερ, αν το μείγμα μου είναι πολύ πράσινο, προσθέτω λίγο ρύζι και αρχίζω να γεμίζω τα λαχανικά. Αφού τελειώσουν όλα τα μεγάλα λαχανικά, (ντομάτες, πιπεριές και μελιτζάνες), τα τακτοποιώ στο ταψί και παίρνοντας ελάχιστη ποσότητα από το μίγμα, τυλίγω σφιχτά τα ντολμαδάκια με τα κληματόφυλλα και τα αραδιάζω το ένα δίπλα στο άλλο στριμωγμένα δίπλα-δίπλα χωρίς κενά ανάμεσά τους. Τελευταίους τυλίγω τους ανθούς. Είναι μεγάλο μπέρδεμα για εμένα, μια και δεν μου το έδειξε κανείς και δεν το έμαθα μικρή εμπειρικά αλλά το υπέθεσα και κατέληξα στο πώς γίνεται δια της λογικής. Στην αρχή νομίζεις ότι δεν θα σταθούν να τους τυλίξεις. Είναι σκληροί άκαμπτοι και συνήθως σπάζουν. Το μυστικό είναι να μην τους αφήσεις να σου πάρουν τον αέρα! Πιάνεις έναν ανθό βάζεις μέσα μια κουταλιά μείγμα και αρχίζεις να διπλώνεις κάθε μια άκρη από το «λουλούδι» προς τα εκεί που είναι η φορά της σαν να θέλεις να το προφυλάξεις από το κρύο, φορώντας του ένα κασκόλ. Όταν τελειώσουν όλες οι άκρες μοιάζει λίγο σαν ένα φρέσκο σύκο αν και είναι κάπως πιο φουσκωτό και όλο νομίζεις ότι θα ανοίξει και θα χαλάσει, γιατί δεν εφαρμόζει σφιχτά σαν το αμπελόφυλλο. Δεν το φοβάμαι ας με απειλεί όσο θέλει, το ακουμπάω με τις διπλωμένες άκρες από κάτω και στριμώχνω δίπλα του το επόμενο. Όταν τελειώσω με όλα και δεν υπάρχει καθόλου χώρος στο ταψί, βάζω νερό μέχρι τη μέση, (ή νερό με διαλυμένο χυμό ντομάτας και λίγο λάδι) τα σκεπάζω με αλουμινόχαρτο και τα ψήνω μέχρι να μαλακώσουν τα έξω και να βράσει αρκετά η γέμιση. Αφαιρώ το αλουμινόχαρτο και τα αφήνω να ξεροψηθούν και να πάρουν χρώμα. Η αναστάτωση απ τη στέρνα που στερεύει είναι μεγάλη. Κτίστες, γείτονες και κουμπάρες μπαινοβγαίνουν και λένε τη γνώμη τους. Το νερό είναι αναγκαίο και η ζημιά σίγουρα έχει μια εξήγηση. Κάπου υπάρχει διαρροή και το νερό φεύγει και χάνεται. Κάτι πρέπει να γίνει. Το πρόβλημα πρέπει να λυθεί. Πριν έρθει ο καπετάνιος πρέπει η στέρνα να επισκευαστεί και να κρατάει το νερό. Πριν αρχίσουν οι βροχές, πρέπει να βρεθεί η ζημιά και να αποθηκευτεί το νερό του χειμώνα. Πρέπει να αποκατασταθεί ιη ισορροπία και η γαλήνη στο σπίτι. Πρέπει ο καπετάνιος όταν έρθει να μην έχει προβλήματα και όταν φύγει, να είναι ήσυχος ότι η καπετάνισσα το σπίτι του το κυβερνάει με ασφάλεια και ικανότητα. Οι κτίστες καταφέρνουν και αδειάζουν το λίγο νερό που έχει απομείνει και κατεβαίνουν στη στέρνα να βρουν την αιτία του κακού. Η διαπίστωση τους αφήνει εμβρόντητους. Το πέτρινο σπίτι, στην πίσω πλευρά, έχει δίπλα του ένα ρεματάκι και μέσα σ ‘ αυτό είναι ένα κυπαρίσσι. Το ρεματάκι τα τελευταία χρόνια στέρεψε, και το κυπαρίσσι σιγά σιγά έχασε τη μεγαλοπρέπειά του και κόντεψε να ξεραθεί. Τα φύλλα του έπεφταν τα κλαδιά του αδυνάτιζαν και έχασε την καταπράσινη όψη του. Και ξάφνου, άρχισε να θεριεύει, να γίνεται καταπράσινο και να ψηλώνει. «Το κυπαρίσσι πρέπει να κοπεί! Οι ρίζες του μπήκαν στη στέρνα και πίνουν το νερό! Κόψαμε κάποιες ρίζες αλλά αφού αυτές βρήκαν δρόμο και μπαίνουν, θα ξαναμπούν. Πρέπει να χτίσουμε καλά τη δεξαμενή και το κυπαρίσσι πρέπει να κοπεί, θα τη χαλάσει τη στέρνα. Κρίμα» Οι εργάτες έχουν αποφανθεί. Η απόφαση θεωρείται αναγκαία και μένει να οριστεί η μέρα και ο τρόπος που το κυπαρίσσι θα κοπεί , η στέρνα θα επισκευαστεί και τα προβλήματα θα τελειώσουν. Και ενώ όλοι συζητούν και αποφασίζουν, αυτή που γέννησε μόνη της εννιά παιδιά, αυτή που έθαψε δυο κι αυτά μονάχη της και συνεχίζει να είναι όρθια και δυνατή όσα κι αν πέρασε, Είπε ήσυχα: «Το κυπαρίσσι δεν το κόβω. Αν βρήκε τρόπο να μπει στη στέρνα και εκείνη του δίνει νερό και ζει, άστο! Το κυπαρίσσι είναι ο φύλακας του σπιτιού κι η στέρνα δεν το άφησε να ξεραθεί,αυτοί γίνανε ζευγάρι! άστο λοιπόν, κόψε κάμποσες ρίζες και άστο!» Κανείς δεν κατάλαβε αυτήν της την απόφαση και κανείς δεν συμφώνησε. Η γιαγιά όμως είχε αποφασίσει και κανείς δεν τόλμησε να της πάει κόντρα. Πέρασαν κι άλλα χρόνια, πολλά, άνθρωποι πέθαναν, σπίτια χτίστηκαν, άλλαξε η όψη του νησιού. Το νερό τρέχει τώρα από τις βρύσες έστω με τις δυσκολίες όλων των Ελληνικών νησιών. Το κυπαρίσσι στέκεται καταπράσινο και φυλάει το σπίτι και η στέρνα συνεχίζει και το ζει, ποτίζοντάς το με το βρόχινο νερό που μαζεύει. Τελικά ο έρωτας μπορεί να μπει και μέσα στα μοναστηριακά σπίτια και να θεριέψει κι η γιαγιά μάλλον το είχε καταλάβει και το επέτρεψε. Το φαγητό έγινε και νομίζω πώς κι αυτή αν ζούσε, θα παραδεχόταν πια πώς πρέπει να αλλάζουμε και τα γεμιστά με ρύζι και μυρωδικά δεν είναι τζάμπα κόπος!